Επίθετο.
[ektɾoβeɾˈtiðo]
Η λέξη "extrovertido" αναφέρεται σε άτομα που είναι κοινωνικά, ανοιχτά, και απολαμβάνουν την αλληλεπίδραση με άλλους. Αυτοί οι άνθρωποι συνήθως είναι φιλικοί, εκφραστικοί και απολαμβάνουν την επικοινωνία. Η λέξη χρησιμοποιείται στην ψυχολογία και την κοινωνιολογία για να περιγράψει ένα από τα δύο βασικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας (το αντίθετο είναι το "introvertido", δηλαδή "introverted" ή "εσωστρεφής").
Η χρήση της λέξης είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Los extrovertidos suelen hacer nuevos amigos fácilmente.
(Οι εξωστρεφείς άνθρωποι συνήθως κάνουν νέους φίλους εύκολα.)
En una reunión, los extrovertidos tienden a hablar más que los introvertidos.
(Σε μια συνάντηση, οι εξωστρεφείς τείνουν να μιλούν περισσότερα από τους εσωστρεφείς.)
Ella es muy extrovertida y siempre ilumina el ambiente.
(Αυτή είναι πολύ εξωστρεφής και πάντα φωτίζει την ατμόσφαιρα.)
Extrovertido por naturaleza, siempre busca nuevas experiencias.
(Εξωστρεφής από τη φύση του, πάντα αναζητά νέες εμπειρίες.)
Los extrovertidos suelen liderar en actividades grupales.
(Οι εξωστρεφείς συνήθως ηγούνται σε ομαδικές δραστηριότητες.)
Es un extrovertido que nunca se aburre en las fiestas.
(Είναι ένας εξωστρεφής που ποτέ δεν βαριέται στις γιορτές.)
Encontrar a otro extrovertido en la reunión hizo que me sintiera más cómodo.
(Η εύρεση ενός άλλου εξωστρεφούς στη συνάντηση με έκανε να νιώθω πιο άνετα.)
Η λέξη "extrovertido" προέρχεται από τη λατινική "extroversus", που σημαίνει "στραμμένος προς τα έξω". Combine τις λέξεις "ex" (έξω) και "vertere" (να γυρίσεις), υποδηλώνοντας μια διάθεση να στραφείς προς την εξωτερική κοινωνία.
Συνώνυμα: - abierto (ανοιχτός) - sociable (κοινωνικός)
Αντώνυμα: - introvertido (εσωστρεφής) - reservado (κλειστός)