Η λέξη "fachada" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/faˈt͡ʃa.ða/
Η λέξη "fachada" αναφέρεται στη μακρόστενη εξωτερική επιφάνεια ενός κτιρίου, συνήθως αυτή που είναι πιο εμφανής και εκτεθειμένη στο κοινό, όπως η πρόσοψη ενός σπιτιού ή μιας δημόσιας οικοδομής. Χρησιμοποιείται τόσο στον γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο, με περισσότερη συχνότητα στην αρχιτεκτονική και την καθημερινή συνομιλία.
Η πρόσοψη του κτιρίου είναι πολύ μοντέρνα.
Estamos renovando la fachada de nuestra casa.
Ανανεώνουμε την πρόσοψη του σπιτιού μας.
La fachada del teatro tiene muchos detalles arquitectónicos.
Η λέξη "fachada" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την εμφάνιση ή την πρόληψη:
Να διατηρείς μια πρόσοψη. (Ουσιαστικά σημαίνει να προσποιείσαι ή να παρουσιάζεις μια ψεύτικη εικόνα.)
Poner buena fachada.
Να βάζεις καλή πρόσοψη. (Σημαίνει να προσπαθείς να φαίνεσαι καλός ή επιτυχημένος, παρά τα εσωτερικά προβλήματα.)
Bajo la fachada.
Η λέξη "fachada" προέρχεται από το γαλλικό "façade", το οποίο προέρχεται από το λατινικό "facies", που σημαίνει "όψη" ή "μορφή".
Συνώνυμα: - Exteriores - Aspecto
Αντώνυμα: - Interior - Espacio interno