facial - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

facial (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Facial είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "facial" στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA) είναι /ˈfa.θjal/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση της λέξης

Η λέξη "facial" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε οτιδήποτε σχετίζεται με το πρόσωπο ή την επιδερμίδα του προσώπου. Χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικούς και καλλυντικούς τομείς, όπως σε "facial treatments" (θεραπείες προσώπου) ή "facial muscles" (μυς του προσώπου). Η χρήση της είναι αρκετά συχνή και συναντάται περισσότερο στον γραπτό λόγο, ειδικά σε ιατρικά και καλλυντικά κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El tratamiento facial mejoró la apariencia de su piel.
  2. Η θεραπεία προσώπου βελτίωσε την εμφάνιση του δέρματός της.

  3. Los músculos faciales son importantes para la expresión.

  4. Οι μύες του προσώπου είναι σημαντικοί για την έκφραση.

  5. Ella se hizo un facial antes de la boda.

  6. Αυτή έκανε μια θεραπεία προσώπου πριν από τον γάμο.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "facial" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Tener una sonrisa facial.
  2. Να έχεις ένα χαμόγελο στο πρόσωπο.
  3. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι πάντα ευτυχισμένος ή χαμογελαστός.

  4. Las expresiones faciales dicen más que mil palabras.

  5. Οι εκφράσεις του προσώπου λένε περισσότερα από χίλιες λέξεις.
  6. Υπογραμμίζει τη σημασία της μη λεκτικής επικοινωνίας.

  7. Un cambio facial puede afectar la percepción de alguien.

  8. Μια αλλαγή στο πρόσωπο μπορεί να επηρεάσει την αντίληψη κάποιου.
  9. Χρησιμοποιείται για να δείξει πώς οι αλλαγές στην εμφάνιση μπορούν να επηρεάσουν την αντίληψη των άλλων.

Ετυμολογία

Η λέξη "facial" προέρχεται από το λατινικό "facialis," που σημαίνει "σχετικός με το πρόσωπο," από το "facies," που σημαίνει "πρόσωπο."

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - facialista (σχετικός με την περιποίηση του προσώπου) - cutáneo (σχετικός με την επιδερμίδα)

Αντώνυμα: - corporal (σχετικός με το σώμα)

Αυτές οι λεπτομέρειες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "facial" και της χρήσης της.



23-07-2024