Facial είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "facial" στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA) είναι /ˈfa.θjal/.
Η λέξη "facial" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε οτιδήποτε σχετίζεται με το πρόσωπο ή την επιδερμίδα του προσώπου. Χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικούς και καλλυντικούς τομείς, όπως σε "facial treatments" (θεραπείες προσώπου) ή "facial muscles" (μυς του προσώπου). Η χρήση της είναι αρκετά συχνή και συναντάται περισσότερο στον γραπτό λόγο, ειδικά σε ιατρικά και καλλυντικά κείμενα.
Η θεραπεία προσώπου βελτίωσε την εμφάνιση του δέρματός της.
Los músculos faciales son importantes para la expresión.
Οι μύες του προσώπου είναι σημαντικοί για την έκφραση.
Ella se hizo un facial antes de la boda.
Η λέξη "facial" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι πάντα ευτυχισμένος ή χαμογελαστός.
Las expresiones faciales dicen más que mil palabras.
Υπογραμμίζει τη σημασία της μη λεκτικής επικοινωνίας.
Un cambio facial puede afectar la percepción de alguien.
Η λέξη "facial" προέρχεται από το λατινικό "facialis," που σημαίνει "σχετικός με το πρόσωπο," από το "facies," που σημαίνει "πρόσωπο."
Συνώνυμα: - facialista (σχετικός με την περιποίηση του προσώπου) - cutáneo (σχετικός με την επιδερμίδα)
Αντώνυμα: - corporal (σχετικός με το σώμα)
Αυτές οι λεπτομέρειες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "facial" και της χρήσης της.