facilidad - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

facilidad (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "facilidad" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: /faθi.liˈðað/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "facilidad" σημαίνει την ικανότητα ή την κατάσταση να γίνεται κάτι εύκολα ή χωρίς δυσκολίες. Χρησιμοποιείται συχνά σε γενικά και τεχνικά συμφραζόμενα και έχει σχετικά υψηλή συχνότητα χρήσης, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La facilidad para aprender idiomas es importante en el mundo actual.
    (Η ευκολία να μαθαίνεις γλώσσες είναι σημαντική στην σημερινή κοινωνία.)

  2. Los nuevos software ofrecen una gran facilidad de uso.
    (Τα νέα λογισμικά προσφέρουν μεγάλη ευκολία χρήσης.)

  3. Ella tiene mucha facilidad para resolver problemas.
    (Αυτή έχει μεγάλη ευκολία να λύνει προβλήματα.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "facilidad" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Tener facilidad de palabra.
    (Έχω ευκολία στο λόγο.)
    Αυτό σημαίνει ότι κάποιος είναι ικανός να εκφράζεται με ευχέρεια.

  2. Hacer las cosas con facilidad.
    (Να κάνεις τα πράγματα με ευκολία.)
    Δεικνύει κάποιον που μπορεί να εκτελεί εργασίες χωρίς κόπο.

  3. Facilidad para trabajar en equipo.
    (Ευκολία για να δουλεύεις σε ομάδα.)
    Υποδηλώνει την ικανότητα συνεργασίας με άλλους.

  4. No tengo facilidad para el deporte.
    (Δεν έχω ευκολία στον αθλητισμό.)
    Αυτή η έκφραση δηλώνει ότι κάποιος δεν είναι καλός σε αθλητικές δραστηριότητες.

  5. Facilidad en la comunicación.
    (Ευκολία στην επικοινωνία.)
    Υποδηλώνει κάποια που έχει καλή ικανότητα να επικοινωνεί.

Ετυμολογία

Η λέξη "facilidad" προέρχεται από το λατινικό "facilitas", το οποίο είναι παράγωγο του "facilis", που σημαίνει "εύκολος".

Συνώνυμα και Αντώνυμα



22-07-2024