Η λέξη "facilidades" είναι ουσιαστικό και είναι ο πληθυντικός τύπος του "facilidad".
/fasi.liˈðaðes/
Η λέξη "facilidades" αναφέρεται σε ελαφρύνσεις, προνόμια ή υποδομές που διευκολύνουν την εκτέλεση μιας δραστηριότητας ή τη ζωή γενικότερα. Χρησιμοποιείται τόσο σε οικονομικούς όσο και σε νομικούς τομείς. Στη γλώσσα των Ισπανών, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και αναφέρεται σε υποδομές όπως οι εγκαταστάσεις και οι υπηρεσίες που διευκολύνουν μια διαδικασία. Στην καθημερινότητα, μπορεί να χρησιμοποιείται και σε προφορικό και σε γραπτό λόγο, με ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα στο γραπτό πλαίσιο.
Οι ευκολίες του κέντρου σπουδών είναι εξαιρετικές.
El contrato incluye varias facilidades para los empleados.
Ο συμβόλαιο περιλαμβάνει πολλές διευκολύνσεις για τους εργαζόμενους.
Muchas empresas ofrecen facilidades de pago para sus clientes.
Η λέξη "facilidades" μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την ευκολία και την παροχή βοηθειών.
Η προσφορά ευκολιών πρόσβασης είναι θεμελιώδης για την ένταξη.
Las facilidades gubernamentales pueden ayudar a los pequeños negocios.
Οι διευκολύνσεις της κυβέρνησης μπορούν να βοηθήσουν τις μικρές επιχειρήσεις.
Es importante tener en cuenta las facilidades de transporte en una nueva ciudad.
Είναι σημαντικό να ληφθούν υπόψη οι ευκολίες μεταφοράς σε μια νέα πόλη.
Este lugar cuenta con todas las facilidades para una estancia cómoda.
Αυτός ο τόπος διαθέτει όλες τις ευκολίες για μια άνετη διαμονή.
Las facilidades educativas han mejorado en los últimos años.
Η λέξη "facilidad" προέρχεται από το λατινικό "facilitas", το οποίο σημαίνει "εύκολη", με τη ρίζα "facere", που σημαίνει "να κάνει" ή "να επιτύχει".
Συνώνυμα: - comodidades (άνεση) - servicios (υπηρεσίες)
Αντώνυμα: - dificultades (δυσκολίες) - obstáculos (εμπόδια)