Το "facilitar" είναι ρήμα.
/faθiliˈtaɾ/
Το "facilitar" χρησιμοποιείται στη ισπανική γλώσσα για να δηλώσει την πράξη του να καθιστά κάτι πιο εύκολο ή πιο διαθέσιμο. Χρησιμοποιείται συχνά και στους τομείς της νομικής και της εκπαίδευσης. Στην καθημερινή γλώσσα εμφανίζεται με μια συχνότητα που συνήθως προσεγγίζει τον προφορικό λόγο, αν και είναι επίσης παρόν σε γραπτά κείμενα.
La empresa pretende facilitar el acceso a la información.
(Η εταιρεία σκοπεύει να διευκολύνει την πρόσβαση στις πληροφορίες.)
Es importante facilitar la comunicación entre los miembros del equipo.
(Είναι σημαντικό να διευκολύνουμε την επικοινωνία μεταξύ των μελών της ομάδας.)
El nuevo diseño busca facilitar el uso del producto.
(Ο νέος σχεδιασμός στοχεύει στο να διευκολύνει τη χρήση του προϊόντος.)
Το "facilitar" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, διευρύνοντας τη χρήση του. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:
Facilitar la vida a alguien.
(Να διευκολύνεις τη ζωή κάποιου.)
example: El nuevo sistema médico ayuda a facilitar la vida a los pacientes.
(Το νέο ιατρικό σύστημα βοηθάει να διευκολυνθεί η ζωή των ασθενών.)
Facilitar el camino.
(Να διευκολύνεις τον δρόμο.)
example: Estas medidas se han implementado para facilitar el camino a los inversores.
(Αυτά τα μέτρα έχουν εφαρμοστεί για να διευκολύνουν τον δρόμο προς τους επενδυτές.)
Facilitar las cosas.
(Να διευκολύνεις τα πράγματα.)
example: Siempre trato de facilitar las cosas en el trabajo.
(Πάντα προσπαθώ να διευκολύνω τα πράγματα στη δουλειά.)
Η λέξη "facilitar" προέρχεται από το λατινικό "facilis", που σημαίνει "εύκολος". Με το προσθήκη του επιθηματικού "-itar", σχηματίζεται το ρήμα που αποδίδει τη σημασία της διευκόλυνσης.
promover (προάγω)
Αντώνυμα: