Η λέξη "factible" είναι επίθετο.
/ˈfak.ti.βle/
Η λέξη "factible" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι δυνατόν να επιτευχθεί ή να εκτελεστεί. Είναι συχνά συνδεδεμένη με τις δυνατότητες ή την εφικτότητα μιας δράσης ή ενός σχεδίου. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα στις γραπτές αναφορές, κυρίως σε επαγγελματικά ή νομικά πλαίσια.
El proyecto es factible si contamos con los recursos necesarios.
(Το έργο είναι εφικτό αν διαθέτουμε τους απαραίτητους πόρους.)
Debemos analizar si la solución propuesta es realmente factible.
(Πρέπει να αναλύσουμε αν η προτεινόμενη λύση είναι πραγματικά εφικτή.)
Es factible realizar el cambio en el plazo estipulado.
(Είναι εφικτό να πραγματοποιηθεί η αλλαγή εντός της καθορισμένης προθεσμίας.)
Δεν υπάρχουν πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν άμεσα τη λέξη "factible". Ωστόσο, χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια που σχετίζονται με τη δυνατότητα και την εφικτότητα.
No hay nada factible si no lo intentas.
(Δεν υπάρχει τίποτα εφικτό αν δεν το δοκιμάσεις.)
Lo que parece difícil a veces es más factible de lo que pensamos.
(Αυτό που φαίνεται δύσκολο μερικές φορές είναι πιο εφικτό από ό,τι νομίζουμε.)
La clave del éxito es encontrar un método factible.
(Το κλειδί της επιτυχίας είναι να βρεις μια εφικτή μέθοδο.)
Η λέξη "factible" προέρχεται από τα λατινικά "facibilis", που σημαίνει "αυτό που μπορεί να γίνει".