factor - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

factor (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "factor" λειτουργεί ως όνομα (ουσιαστικό).

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: [ˈfak.tor]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "factor" στη γλώσσα Ισπανικά σημαίνει παράγοντα, αναφερόμενη σε κάτι που συνεισφέρει ή επηρεάζει ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα ή κατάσταση. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς όπως η οικονομία, η ιατρική και τα μαθηματικά. Η χρήση της ποικίλλει από προφορικά έως γραπτά κείμενα, με μεγαλύτερη συχνότητα στους επιστημονικούς και τεχνικούς τομείς.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. En la economía, el factor más importante es la oferta y la demanda.

    • Στην οικονομία, ο πιο σημαντικός παράγοντας είναι η προσφορά και η ζήτηση.
  2. Los médicos consideran muchos factores al diagnosticar una enfermedad.

    • Οι γιατροί λαμβάνουν υπόψη πολλούς παράγοντες κατά τη διάγνωση μιας ασθένειας.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "factor" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν έχει πολλές γνωστές φράσεις:

  1. Tener en cuenta todos los factores.

    • Να λαμβάνεις υπόψη όλους τους παράγοντες.
  2. El cambio climático es un factor determinante en la biodiversidad.

    • Η κλιματική αλλαγή είναι ένας καθοριστικός παράγοντας στη βιοποικιλότητα.
  3. La experiencia laboral es un factor clave en la contratación.

    • Η εργασιακή εμπειρία είναι ένας καθοριστικός παράγοντας στην πρόσληψη.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "factor" προέρχεται από το λατινικό "facere", που σημαίνει "να κάνει" ή "να παράγει". Η χρήση της έχει εξελιχθεί ώστε να περιγράφει κάτι που επιδρά ή συνεισφέρει σε μια διαδικασία.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - elemento (στοιχείο) - componente (συστατικό)

Αντώνυμα: - consecuencia (συνέπεια) - efecto (επέκταση/αποτέλεσμα)



22-07-2024