Η λέξη "factor" λειτουργεί ως όνομα (ουσιαστικό).
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: [ˈfak.tor]
Η λέξη "factor" στη γλώσσα Ισπανικά σημαίνει παράγοντα, αναφερόμενη σε κάτι που συνεισφέρει ή επηρεάζει ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα ή κατάσταση. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς όπως η οικονομία, η ιατρική και τα μαθηματικά. Η χρήση της ποικίλλει από προφορικά έως γραπτά κείμενα, με μεγαλύτερη συχνότητα στους επιστημονικούς και τεχνικούς τομείς.
En la economía, el factor más importante es la oferta y la demanda.
Los médicos consideran muchos factores al diagnosticar una enfermedad.
Η λέξη "factor" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν έχει πολλές γνωστές φράσεις:
Tener en cuenta todos los factores.
El cambio climático es un factor determinante en la biodiversidad.
La experiencia laboral es un factor clave en la contratación.
Η λέξη "factor" προέρχεται από το λατινικό "facere", που σημαίνει "να κάνει" ή "να παράγει". Η χρήση της έχει εξελιχθεί ώστε να περιγράφει κάτι που επιδρά ή συνεισφέρει σε μια διαδικασία.
Συνώνυμα: - elemento (στοιχείο) - componente (συστατικό)
Αντώνυμα: - consecuencia (συνέπεια) - efecto (επέκταση/αποτέλεσμα)