Η λέξη "facultar" είναι ρήμα.
/fakultar/
Η λέξη "facultar" χρησιμοποιείται στη σημασία του να παρέχεις ή να επιτρέπεις σε κάποιον δικαιώματα ή εξουσίες να πραγματοποιήσει κάτι. Είναι ουσιαστικά μια νομική ή διοικητική έννοια, η οποία συχνά χρησιμοποιείται σε επίσημα ή γραπτά πλαίσια. Στη γλώσσα των νομικών εγγράφων ή διαδικασιών, συναντάμε τη λέξη αυτή σχετικά με την εξουσιοδότηση ή την παραχώρηση δικαιωμάτων.
Η συχνότητα χρήσης της είναι ενδιάμεση, χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτές συμφωνίες ή νομικά κείμενα παρά στον καθημερινό προφορικό λόγο.
Ο διευθυντής αποφάσισε να δώσει εξουσία στον συνεργάτη του για να πάρει σημαντικές αποφάσεις.
El juez facultó al abogado para representar al demandante.
Η λέξη "facultar" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως στο νομικό και διοικητικό λεξιλόγιο. Ακολουθούν μερικές χρήσιμες παραδείγματα:
Να δώσει εξουσία σε κάποιον να ενεργήσει εκ μέρους άλλου.
Facultar el acceso a información restringida.
Να επιτρέψει την πρόσβαση σε περιορισμένες πληροφορίες.
Facultar a los funcionarios para realizar auditorías.
Η λέξη "facultar" προέρχεται από το λατινικό "facultare", που σημαίνει "να κάνει ικανό" ή "να παρέχει μέσο". Σχετίζεται με τη ρίζα "facere", που σημαίνει "να κάνει".
Capacitar (να καταστήσεις ικανό)
Αντώνυμα: