facultar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

facultar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "facultar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/fakultar/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "facultar" χρησιμοποιείται στη σημασία του να παρέχεις ή να επιτρέπεις σε κάποιον δικαιώματα ή εξουσίες να πραγματοποιήσει κάτι. Είναι ουσιαστικά μια νομική ή διοικητική έννοια, η οποία συχνά χρησιμοποιείται σε επίσημα ή γραπτά πλαίσια. Στη γλώσσα των νομικών εγγράφων ή διαδικασιών, συναντάμε τη λέξη αυτή σχετικά με την εξουσιοδότηση ή την παραχώρηση δικαιωμάτων.

Η συχνότητα χρήσης της είναι ενδιάμεση, χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτές συμφωνίες ή νομικά κείμενα παρά στον καθημερινό προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El director decidió facultar a su asistente para que tomara decisiones importantes.
  2. Ο διευθυντής αποφάσισε να δώσει εξουσία στον συνεργάτη του για να πάρει σημαντικές αποφάσεις.

  3. El juez facultó al abogado para representar al demandante.

  4. Ο δικαστής εξουσιοδότησε τον δικηγόρο να εκπροσωπήσει τον ενάγοντα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "facultar" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως στο νομικό και διοικητικό λεξιλόγιο. Ακολουθούν μερικές χρήσιμες παραδείγματα:

  1. Facultar a alguien para actuar en nombre de otro.
  2. Να δώσει εξουσία σε κάποιον να ενεργήσει εκ μέρους άλλου.

  3. Facultar el acceso a información restringida.

  4. Να επιτρέψει την πρόσβαση σε περιορισμένες πληροφορίες.

  5. Facultar a los funcionarios para realizar auditorías.

  6. Να δώσει εξουσία στους υπαλλήλους να διεξάγουν ελέγχους.

Ετυμολογία

Η λέξη "facultar" προέρχεται από το λατινικό "facultare", που σημαίνει "να κάνει ικανό" ή "να παρέχει μέσο". Σχετίζεται με τη ρίζα "facere", που σημαίνει "να κάνει".

Συνώνυμα και Αντώνυμα



23-07-2024