facultativo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

facultativo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Facultativo είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/fa.kul.taˈti.βo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη facultativo χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι προαιρετικό ή που εξαρτάται από την επιλογή κάποιου. Στις νομικές και ιατρικές εφαρμογές, μπορεί να δηλώνει διαδικασίες, υπηρεσίες ή προϋποθέσεις που δεν είναι υποχρεωτικές. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή και ταυτόχρονα σε προφορικό και γραπτό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. "El examen es facultativo, así que puedes decidir si lo haces o no."
  2. "Η εξέταση είναι προαιρετική, επομένως μπορείς να αποφασίσεις αν θα την κάνεις ή όχι."

  3. "La participación en esta reunión es facultativa para todos los miembros del equipo."

  4. "Η συμμετοχή σε αυτή τη συνάντηση είναι προαιρετική για όλα τα μέλη της ομάδας."

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "facultativo"

  1. "Tomar un curso facultativo puede ampliar tus habilidades."
  2. "Η παρακολούθηση ενός προαιρετικού μαθήματος μπορεί να διευρύνει τις ικανότητές σου."

  3. "Es facultativo seguir las instrucciones, pero se recomienda."

  4. "Είναι προαιρετικό να ακολουθείς τις οδηγίες, αλλά συνιστάται."

  5. "Las lesiones son facultativas en este tipo de deporte, pero hay que tener cuidado."

  6. "Οι τραυματισμοί είναι προαιρετικοί σε αυτό το είδος αθλήματος, αλλά πρέπει να είσαι προσεκτικός."

  7. "La asistencia a las sesiones de formación es facultativa, pero beneficiosa."

  8. "Η συμμετοχή στις συνεδρίες εκπαίδευσης είναι προαιρετική, αλλά ωφέλιμη."

  9. "Ofrecer servicios facultativos puede atraer más clientes."

  10. "Η προσφορά προαιρετικών υπηρεσιών μπορεί να προσελκύσει περισσότερους πελάτες."

  11. "Es importante saber que las citas en esta clínica son facultativas."

  12. "Είναι σημαντικό να γνωρίζεις ότι οι ραντεβού σε αυτή την κλινική είναι προαιρετικά."

Ετυμολογία

Η λέξη facultativo προέρχεται από τη λατινική λέξη facultativus, που σημαίνει "ή δυνατότητα" ή "περιθώριο επιλογής".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Opcional - Voluntario

Αντώνυμα: - Obligatorio - Forzoso



23-07-2024