Facultativo είναι επίθετο.
/fa.kul.taˈti.βo/
Η λέξη facultativo χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι προαιρετικό ή που εξαρτάται από την επιλογή κάποιου. Στις νομικές και ιατρικές εφαρμογές, μπορεί να δηλώνει διαδικασίες, υπηρεσίες ή προϋποθέσεις που δεν είναι υποχρεωτικές. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή και ταυτόχρονα σε προφορικό και γραπτό λόγο.
"Η εξέταση είναι προαιρετική, επομένως μπορείς να αποφασίσεις αν θα την κάνεις ή όχι."
"La participación en esta reunión es facultativa para todos los miembros del equipo."
"Η παρακολούθηση ενός προαιρετικού μαθήματος μπορεί να διευρύνει τις ικανότητές σου."
"Es facultativo seguir las instrucciones, pero se recomienda."
"Είναι προαιρετικό να ακολουθείς τις οδηγίες, αλλά συνιστάται."
"Las lesiones son facultativas en este tipo de deporte, pero hay que tener cuidado."
"Οι τραυματισμοί είναι προαιρετικοί σε αυτό το είδος αθλήματος, αλλά πρέπει να είσαι προσεκτικός."
"La asistencia a las sesiones de formación es facultativa, pero beneficiosa."
"Η συμμετοχή στις συνεδρίες εκπαίδευσης είναι προαιρετική, αλλά ωφέλιμη."
"Ofrecer servicios facultativos puede atraer más clientes."
"Η προσφορά προαιρετικών υπηρεσιών μπορεί να προσελκύσει περισσότερους πελάτες."
"Es importante saber que las citas en esta clínica son facultativas."
Η λέξη facultativo προέρχεται από τη λατινική λέξη facultativus, που σημαίνει "ή δυνατότητα" ή "περιθώριο επιλογής".
Συνώνυμα: - Opcional - Voluntario
Αντώνυμα: - Obligatorio - Forzoso