Η λέξη "fajar" σημαίνει "να χαλάσω" ή "να ρίξω". Χρησιμοποιείται κυρίως στην Κούβα και σε κάποιες άλλες περιοχές όπου μιλιέται Ισπανικά. Η συχνότητα χρήσης της είναι έντονη στον προφορικό λόγο, αλλά εμφανίζεται επίσης και σε γραπτό λόγο.
"No quiero fajar mi ropa antes de salir."
"Δεν θέλω να χαλάσω τα ρούχα μου πριν βγω."
"Él siempre faja sus relaciones con amigos cuando está enojado."
"Αυτός πάντα χαλά τις σχέσεις του με τους φίλους όταν είναι θυμωμένος."
Η λέξη "fajar" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι εκπληκτικά κοινή σε αυτές. Εδώ είναι μερικές παραδείγματα:
"Fajar un palo."
"Να ρίξω ένα ραβδί." (Σημαίνει να δράσεις με δύναμη ή να είσαι επιθετικός.)
"Fajar a alguien con palabras."
"Να χαλάσεις κάποιον με λόγια." (Σημαίνει να προσβάλεις ή να πληγώσεις κάποιον με λόγια.)
"No te dejes fajar por la vida."
"Μην αφήσεις τη ζωή να σε χαλάσει." (Σημαίνει να μην παραδώσεις τον εαυτό σου στην απελπισία ή την αδράνεια.)
Η λέξη "fajar" προέρχεται από την ισπανική γλώσσα και σχετίζεται με έννοιες που αφορούν την καταστροφή ή την παρεμπόδιση.