Fajo είναι ουσιαστικό (sustantivo).
[ˈfaxo]
Η λέξη fajo αναφέρεται σε μια δέσμη ή στοίβα αντικειμένων, συνήθως ρούχων, χαρτιών ή άλλων υλικών, που έχουν συναρμολογηθεί ή αρθρωθεί μαζί. Στη γλώσσα Ισπανικά, χρησιμοποιείται συγκριτικά περισσότερο στον προφορικό λόγο παρά στο γραπτό πλαίσιο. Είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη σε καθημερινές καταστάσεις, ενώ μπορεί να έχει και κάποιες συγκεκριμένες προεκτάσεις σε κάποιες περιοχές, όπως στη Μεξικανική ή Νότια Αμερικανική Ισπανικά, όποτε αναφέρεται σε συσσωρεύσεις ή δέσμες χρημάτων ή αντικειμένων.
El fajo de ropa está en la esquina.
(Η δέσμη ρούχων είναι στην γωνία.)
Agarré un fajo de billetes del banco.
(Πήρα έναν σωρό από χαρτονομίσματα από την τράπεζα.)
Ella organizó el fajo de documentos sobre la mesa.
(Αυτή οργάνωσε την στοίβα εγγράφων πάνω στο τραπέζι.)
Η λέξη fajo χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με οικονομικά ή καθημερινές καταστάσεις.
Fajo de dinero
Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε μια μεγάλη δόση μετρητών.
Ejemplo: Necesito un fajo de dinero para el negocio.
(Χρειάζομαι έναν σωρό από χρήματα για την επιχείρηση.)
Hacer un fajo
Σημαίνει να συγκεντρώσεις ή να μαζέψεις κάτι σε δέσμη.
Ejemplo: Voy a hacer un fajo de las hojas que están por el suelo.
(Θα κάνω μια δέσμη από τα φύλλα που είναι στο πάτωμα.)
Dar un fajo
Σημαίνει να δώσεις κάτι με μεγάλη ποσότητα ή αξία.
Ejemplo: Le di un fajo de consejos a mi amigo.
(Του έδωσα μια δέσμη συμβουλών στον φίλο μου.)
Η λέξη fajo προέρχεται πιθανότατα από το λατινικό fascicolus, που σημαίνει "μια μικρή δέσμη".
Συνώνυμα: - denso - bola - paquete
Αντώνυμα: - disperso - separado
Αυτή είναι η πλήρης ανάλυση της λέξης fajo στη γλώσσα Ισπανικά.