Η λέξη "falaz" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /faˈlaz/
Η λέξη "falaz" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που είναι δόλιος, ψεύτικος ή υποκριτικός. Σημαίνει ότι η πρόθεση του ατόμου ή του πράγματος είναι παραπλανητική ή όχι αυθεντική. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια, και συνήθως χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
Ella es una persona falaz que siempre busca mentir.
(Αυτή είναι μια δόλια προσωπικότητα που πάντα προσπαθεί να λέει ψέματα.)
Los rumores sobre su falsedad son realmente falaz.
(Οι φήμες για την ψευδή του κατάσταση είναι πραγματικά δόλιες.)
Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη "falaz" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις που αναφέρονται σε υποκριτικότητα ή δολιότητα. Εδώ είναι μερικές τέτοιες εκφράσεις:
A pesar de su sonrisa falaz, sabía que no era de confianza.
(Παρά το δόλιο χαμόγελό του, ήξερα ότι δεν ήταν αξιόπιστος.)
"Hablar falazmente"
(Μιλάω δόλια)
No me gusta hablar falazmente, prefiero ser honesto.
(Δεν μου αρέσει να μιλάω δόλια, προτιμώ να είμαι ειλικρινής.)
"Un plan falaz"
(Ένα δόλιο σχέδιο)
Η λέξη "falaz" προέρχεται από τα λατινικά, συγκεκριμένα από τη λέξη "fallace", που σημαίνει "παραπλανητικός" ή "δόλιος".
mentiroso (ψεύτης)
Αντώνυμα: