Η λέξη "falda" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "falda" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι [ˈfal.ða].
Η λέξη "falda" μεταφράζεται στα ελληνικά ως "φούστα".
Η λέξη "falda" αναφέρεται σε ένα τύπο ενδυμασίας που καλύπτει το κάτω μέρος του σώματος και συνήθως είναι ανοιχτή στη μέση ή στο επάνω μέρος. Χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει διάφορους τύπους φούστας, από casual μέχρι επίσημες. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή και απαντάται συχνά στο προφορικό και γραπτό λόγο.
Παραδείγματα:
- "Ella lleva una falda roja."
(Αυτή φοράει μια κόκκινη φούστα.)
"No me gusta la falda que compré."
(Δεν μου αρέσει η φούστα που αγόρασα.)
"Las faldas largas son muy elegantes."
(Οι μακριές φούστες είναι πολύ κομψές.)
Η λέξη "falda" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις.
Παραδείγματα Ιδιωματικών Εκφράσεων:
- "Estar debajo de la falda de alguien."
(Να είσαι κάτω από τη φούστα κάποιου.)
Σημαίνει να είσαι υπό την προστασία ή τη φροντίδα κάποιου.
"Tirar de la falda."
(Να τραβάς τη φούστα.)
Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ότι κάποιος ζητά προσοχή.
"Falda y a lo loco."
(Φούστα και στην τρελή.)
Σημαίνει ότι κάποιος προχωράει σε κάτι χωρίς να σκέφτεται τις συνέπειες.
Η λέξη "falda" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "faldica," που σήμαινε τμήμα ενδυμασίας που καλύπτει το σώμα.
Συνώνυμα:
- "faldita" (μικρή φούστα)
- "ruta" (στενότητα ή δρόμος, ανάλογα με το συμφραζόμενο)
Αντώνυμα:
- "pantalón" (παντελόνι)
- "bermuda" (βερμούδα)