fallar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

fallar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "fallar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή του "fallar" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /faˈʝar/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση στη γλώσσα Ισπανικά

Η λέξη "fallar" σημαίνει κυρίως να αποτύχεις ή να μην πετύχεις κάτι. Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα, και συναντάται συχνά και στα δύο προφορικά και γραπτά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης είναι υψηλή, καθώς η έννοια της αποτυχίας είναι καθολική και εφαρμόζεται σε πολλές περιστάσεις.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Él falló en su examen de matemáticas.
  2. Αυτός απέτυχε στην εξέταση των μαθηματικών.

  3. Si no practicas, seguro que vas a fallar en la presentación.

  4. Αν δεν εξασκηθείς, σίγουρα θα αποτύχεις στην παρουσίαση.

  5. No quiero fallar en esta oportunidad.

  6. Δεν θέλω να αποτύχω σε αυτή την ευκαιρία.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "fallar" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Fallar en el intento.
  2. Αποτυχαίνω στην προσπάθεια.
  3. La empresa falló en el intento de lanzar el nuevo producto al mercado. (Η εταιρεία απέτυχε στην προσπάθεια να λανσάρει το νέο προϊόν στην αγορά.)

  4. Fallar a alguien.

  5. Αποτυγχάνω ή προδίδω κάποιον.
  6. No me falles esta vez, necesito tu apoyo. (Μη με προδώσεις αυτή τη φορά, χρειάζομαι την υποστήριξή σου.)

  7. Fallar un tiro.

  8. Σκοράρω ή πέφτω έξω σε μια βολή.
  9. El jugador falló un tiro fácil en el último minuto del partido. (Ο παίκτης έχασε μια εύκολη βολή στο τελευταίο λεπτό του αγώνα.)

  10. Fallar como padre/madre.

  11. Αποτυγχάνω ως γονέας.
  12. Siento que he fallado como padre porque no pasé tiempo con mis hijos. (Νιώθω ότι έχω αποτύχει ως πατέρας γιατί δεν πέρασα χρόνο με τα παιδιά μου.)

Ετυμολογία

Η ετυμολογία του "fallar" προέρχεται από το λατινικό "fallere", που σημαίνει "να απατώ" ή "να αποτύχω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα



22-07-2024