fallecimiento - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

fallecimiento (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Φωνητική μεταγραφή

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία

Η λέξη "fallecimiento" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να αναφέρεται στον θάνατο ενός ατόμου. Χρησιμοποιείται ευρέως τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και συνήθως προτιμάται σε επίσημα ή νομικά κείμενα όταν γίνεται αναφορά σε θάνατο. Χρησιμοποιείται πιο συχνά σε συγκείμενα που αφορούν την ιατρική, τη νομική και την κοινωνική διάσταση του θανάτου.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El fallecimiento de su abuelo fue un momento difícil para la familia.
  2. Ο θάνατος του παππού του ήταν μια δύσκολη στιγμή για την οικογένεια.

  3. Se informó del fallecimiento del famoso artista en las noticias.

  4. Αναφέρθηκε ο θάνατος του διάσημου καλλιτέχνη στις ειδήσεις.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "fallecimiento" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως υπάρχουν ορισμένες σχετικές φράσεις που τη συνδέουν με τον θάνατο και την απώλεια:

  1. Después del fallecimiento, la familia organizó una ceremonia en su memoria.
  2. Μετά τον θάνατο, η οικογένεια διοργάνωσε μια τελετή στη μνήμη του.

  3. Su fallecimiento dejó un vacío irreparable en la comunidad.

  4. Ο θάνατός του άφησε ένα ανεπανόρθωτο κενό στην κοινότητα.

  5. El fallecimiento es una parte natural de la vida, aunque siempre es doloroso.

  6. Ο θάνατος είναι ένα φυσικό κομμάτι της ζωής, αν και πάντα είναι επώδυνο.

Ετυμολογία

Η λέξη "fallecimiento" προέρχεται από το ρήμα "fallecer", το οποίο σημαίνει "πεθαίνω". Η ετυμολογία της συνδέεται με τη λατινική ρίζα "fallecere", που επίσης σημαίνει "πεθαίνω" ή "χάνω τη ζωή".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - muerte (θάνατος) - defunción (αποβίωση) - expiración (λήξη)

Αντώνυμα: - nacimiento (γέννηση) - vida (ζωή)



23-07-2024