Η λέξη "fallecimiento" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να αναφέρεται στον θάνατο ενός ατόμου. Χρησιμοποιείται ευρέως τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και συνήθως προτιμάται σε επίσημα ή νομικά κείμενα όταν γίνεται αναφορά σε θάνατο. Χρησιμοποιείται πιο συχνά σε συγκείμενα που αφορούν την ιατρική, τη νομική και την κοινωνική διάσταση του θανάτου.
Ο θάνατος του παππού του ήταν μια δύσκολη στιγμή για την οικογένεια.
Se informó del fallecimiento del famoso artista en las noticias.
Η λέξη "fallecimiento" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως υπάρχουν ορισμένες σχετικές φράσεις που τη συνδέουν με τον θάνατο και την απώλεια:
Μετά τον θάνατο, η οικογένεια διοργάνωσε μια τελετή στη μνήμη του.
Su fallecimiento dejó un vacío irreparable en la comunidad.
Ο θάνατός του άφησε ένα ανεπανόρθωτο κενό στην κοινότητα.
El fallecimiento es una parte natural de la vida, aunque siempre es doloroso.
Η λέξη "fallecimiento" προέρχεται από το ρήμα "fallecer", το οποίο σημαίνει "πεθαίνω". Η ετυμολογία της συνδέεται με τη λατινική ρίζα "fallecere", που επίσης σημαίνει "πεθαίνω" ή "χάνω τη ζωή".
Συνώνυμα: - muerte (θάνατος) - defunción (αποβίωση) - expiración (λήξη)
Αντώνυμα: - nacimiento (γέννηση) - vida (ζωή)