Το "fallido" είναι επίθετο.
/faˈji.ðo/
Η λέξη "fallido" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι το οποίο έχει αποτύχει ή δεν έχει επιτύχει το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Στη νομική γλώσσα, συχνά αναφέρεται σε αποτυχημένες προσπάθειες ή διαδικασίες, όπως π.χ. μια αποτυχία στη σύναψη μιας συμφωνίας ή ενός συμβολαίου.
Η συχνότητα χρήσης είναι σχετικά υψηλή και μπορεί να εμφανίζεται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και περισσότερο στο γραπτό.
Το σχέδιο ήταν αποτυχημένο και ακυρώθηκε.
Después de un fallido intento, decidí probar de nuevo.
Η λέξη "fallido" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την αποτυχία.
Μια αποτυχημένη προσπάθεια είναι ένα μάθημα που έμαθα.
No te preocupes por un fallido; todos hemos pasado por eso.
Μην ανησυχείς για μια αποτυχία; Όλοι έχουμε περάσει από αυτό.
Cada fallido te acerca un paso más al éxito.
Κάθε αποτυχία σε φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στην επιτυχία.
A veces, los fallidos son parte del proceso.
Μερικές φορές, οι αποτυχίες είναι μέρος της διαδικασίας.
Aprende a levantarte después de un fallido.
Η λέξη "fallido" προέρχεται από το ρήμα "fallar", που σημαίνει "αποτυγχάνω" ή "αποτυχία". Το "fallido" είναι το παθητικό συμμετοχικό επίθετο της ίδιας ρίζας, υποδηλώνοντας ότι κάτι έχει αποτύχει.
erróneo (λανθασμένος)
Αντώνυμα: