Η λέξη "fallo" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "fallo" είναι [ˈfa.ʝo].
Η λέξη "fallo" στη γλώσσα Ισπανικά σημαίνει γενικά "λάθος" ή "σφάλμα". Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τομείς, όπως η νομική (χαρακτηρισμός δικαστικής απόφασης), η μηχανολογία και η καθημερινή ζωή. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, και χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, αλλά και στο γραπτό πλαίσιο.
Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν αναπάντεχη.
Cometí un fallo en el examen.
Έκανα ένα λάθος στην εξέταση.
Su fallo en la presentación fue evidente.
Η λέξη "fallo" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Δεν υπάρχει λάθος που να μην μπορεί να διορθωθεί.
Al final, el fallo fue a su favor.
Τελικά, η απόφαση ήταν υπέρ του.
Si cometes un fallo, admitelo y aprende.
Αν κάνεις ένα λάθος, παραδέξου το και μάθε.
El fallo fue un aprendizaje para todos.
Το λάθος ήταν ένα μάθημα για όλους.
Nunca es tarde para corregir un fallo.
Ποτέ δεν είναι αργά για να διορθώσεις ένα λάθος.
Identificar el fallo es el primer paso para solucionarlo.
Η λέξη "fallo" προέρχεται από το λατινικό "fallus", το οποίο σημαίνει "να αποτυγχάνω" ή "να πέφτω".
Συνώνυμα: - error (λάθος) - equivocación (παρεξήγηση)
Αντώνυμα: - acierto (σωστός) - éxito (επιτυχία)