Η λέξη "fallos" είναι ουσιαστικό πληθυντικού αριθμού.
/fal.os/
Η λέξη "fallos" προέρχεται από το ρήμα "fallar", το οποίο σημαίνει "να αποτύχει" ή "να σφάλλει". Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε λάθη ή ελλείψεις σε διάφορα πλαίσια, όπως στη δουλειά, στους υπολογιστές, σε καταστάσεις κ.ά. Η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μια ελαφρώς μεγαλύτερη προτίμηση στον γραπτό λόγο όπου περιγράφονται τεχνικά ή νομικά ζητήματα.
Los fallos en el sistema provocaron grandes retrasos.
(Οι βλάβες στο σύστημα προκάλεσαν μεγάλες καθυστερήσεις.)
Es importante identificar los fallos en el proyecto antes de la entrega.
(Είναι σημαντικό να εντοπιστούν τα σφάλματα στο έργο πριν από την παράδοση.)
Η λέξη "fallos" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
Caer en fallos
(Να πέσεις σε σφάλματα)
Ejemplo: No quiero caer en fallos que ya había evitado antes.
(Δεν θέλω να πέσω σε σφάλματα που είχα αποφύγει πριν.)
No hay fallos
(Δεν υπάρχουν σφάλματα)
Ejemplo: Es un informe revisado, así que no hay fallos.
(Είναι μια αναθεωρημένη αναφορά, οπότε δεν υπάρχουν σφάλματα.)
Dejar fallos
(Να αφήσεις ελλείψεις)
Ejemplo: Si dejas fallos en tu trabajo, afectará tu reputación.
(Εάν αφήσεις ελλείψεις στη δουλειά σου, θα επηρεάσει τη φήμη σου.)
Buscar fallos
(Να ψάχνεις για σφάλματα)
Ejemplo: Estoy buscando fallos en el código antes de lanzarlo.
(Ψάχνω για σφάλματα στον κώδικα πριν τον δημοσιεύσω.)
Η λέξη προέρχεται από το ρήμα "fallar", που έχει τις ρίζες του στο λατινικό "fallere", που σημαίνει "να εξαπατώ" ή "να αποτύχω".
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια συνολική εικόνα της λέξης "fallos" και της χρήσης της στη γλώσσα Ισπανικά.