Η λέξη "falsa" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "falsa" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /ˈfalsa/.
Η λέξη "falsa" μεταφράζεται στα ελληνικά ως "ψευδής" ή "ψευτο".
Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη "falsa" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν είναι αληθινό ή αυθεντικό, είτε πρόκειται για γεγονότα, μαρτυρίες ή αντικείμενα. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη και στους δύο τύπους λόγου, αλλά μπορεί να συναντάται πιο συχνά στον γραπτό λόγο, ειδικά σε επίσημα κείμενα.
La información que dio era falsa.
(Η πληροφορία που έδωσε ήταν ψευδής.)
Compré una joya falsa.
(Αγόρασα ένα ψεύτικο κόσμημα.)
Sus disculpas resultaron ser falsas.
(Οι συγγνώμες του αποδείχθηκαν ψεύτικες.)
Η λέξη "falsa" χρησιμοποιείται επίσης σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
Una sonrisa falsa
(Ένα ψεύτικο χαμόγελο)
→ Su sonrisa era tan falsa que no podía confiar en ella.
(Το χαμόγελό του ήταν τόσο ψεύτικο που δεν μπορούσα να εμπιστευτώ αυτήν.)
Amistad falsa
(Ψεύτικη φιλία)
→ Me di cuenta de que su amistad era falsa.
(Κατάλαβα ότι η φιλία του ήταν ψεύτικη.)
Noticia falsa
(Ψεύτικη είδηση)
→ La red está llena de noticias falsas.
(Το διαδίκτυο είναι γεμάτο από ψεύτικες ειδήσεις.)
Η λέξη "falsa" προέρχεται από το λατινικό "falsus", που σημαίνει "ψευδής" ή "επινοημένος".
Συνώνυμα: - Engañosa (παραπλανητική) - Ficticia (φτιαχτή)
Αντώνυμα: - Verdadera (αληθινή) - Auténtica (αυθεντική)