Το "falsear" είναι ρήμα.
/falˈse.aɾ/
Η λέξη "falsear" μπορεί να μεταφραστεί ως: - παραποιώ - ψεύδω - πλαστογραφώ
Η λέξη "falsear" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να δηλώσει τη δράση της παραποίησης ή της πλαστογράφησης πληροφοριών, εγγράφων ή γεγονότων. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, και χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, όπως νομικά έγγραφα ή άρθρα που αφορούν τη δικαιοσύνη. Εντούτοις, μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο σε συζητήσεις που αφορούν εγκλήματα ή πλαστογραφίες.
Es ilegal falsear documentos oficiales.
(Είναι παράνομο να παραποιείς επίσημα έγγραφα.)
No debemos falsear la verdad en nuestras declaraciones.
(Δεν πρέπει να παραποιούμε την αλήθεια στις δηλώσεις μας.)
Η λέξη "falsear" μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα Ισπανικά:
Algunos políticos falsean la historia para beneficiar su imagen.
(Ορισμένοι πολιτικοί παραποιούν την ιστορία για να ωφελήσουν την εικόνα τους.)
Falsear los hechos
(Να παραποιήσεις τα γεγονότα)
No puedes falsear los hechos, la verdad siempre sale a la luz.
(Δεν μπορείς να παραποιήσεις τα γεγονότα, η αλήθεια πάντα αποκαλύπτεται.)
Falsear información
(Να παραποιήσεις πληροφορίες)
Es peligroso falsear información en un informe.
(Είναι επικίνδυνο να παραποιείς πληροφορίες σε μια αναφορά.)
Falsear resultados
(Να παραποιήσεις αποτελέσματα)
Η λέξη "falsear" προέρχεται από την λατινική λέξη "falsificare", που σημαίνει "να παραποιήσεις" ή "να πλαστογραφήσεις".
Συνώνυμα: - Pseudo (ψευδής) - Falsificar (να πλαστογραφήσεις)
Αντώνυμα: - Autenticar (να αυθεντικοποιήσεις) - Verificar (να επιβεβαιώσεις)