Το "falsedad" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/falseˈðað/
Η λέξη "falsedad" αναφέρεται σε κάτι που είναι ψευδές ή ανακριβές. Χρησιμοποιείται συνήθως σε νομικά και ηθικά συμφραζόμενα, προκειμένου να δηλώσει την ψευδότητα ενός ισχυρισμού ή μίας δήλωσης. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, και εμφανίζεται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο.
Παραδείγματα προτάσεων:
- La falsedad de las declaraciones hizo que el caso fuera desestimado.
Η ψευδότητα των δηλώσεων έκανε την υπόθεση να απορριφθεί.
Η λέξη "falsedad" χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα Ισπανικά. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
"Falsedad absoluta" - απόλυτο ψεύδος
La falsedad absoluta de su afirmación fue evidente.
Η απόλυτη ψευδότητα της δήλωσής του ήταν προφανής.
"Vivir en la falsedad" - ζώντας στο ψεύδος
Vivir en la falsedad solo trae problemas.
Το να ζεις στο ψεύδος φέρνει μόνο προβλήματα.
"Falsedad flagrante" - προφανές ψεύδος
La falsedad flagrante del informe causó mucha controversia.
Η προφανής ψευδότητα της αναφοράς προκάλεσε πολλή αμφιβολία.
Η λέξη "falsedad" προέρχεται από το λατινικό "falsitas", το οποίο σημαίνει "ψευδής κατάσταση" ή "ψευδής φύση".
Συνώνυμα: - mentira (ψέμα) - engaño (παραπλάνηση) - falsificación (παραχάραξη)
Αντώνυμα: - verdad (αλήθεια) - autenticidad (αυθεντικότητα) - sinceridad (ειλικρίνεια)