Falte είναι ρήμα στην Ισπανική γλώσσα.
/ˈfal.te/
Το ρήμα falte προέρχεται από το ρήμα faltar, που σημαίνει "λείπω" ή "να λείψει κάτι". Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την απουσία κάποιου αντικειμένου, προσώπου ή κατάστασης.
Είναι συχνά χρησιμοποιούμενο στη γλώσσα, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Συναντάται σε απλές προτάσεις και είναι βασικό μέρος της καθημερινής επικοινωνίας.
Este salón falta un cuadro.
(Αυτός ο χώρος λείπει έναν πίνακα.)
Falta el informe para la reunión.
(Λείπει η αναφορά για τη συνάντηση.)
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη faltando (που προέρχεται από το ρήμα faltar) χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
Faltan manzanas en la canasta.
(Λείπουν μήλα από την καλαθούνα.)
Si falta alguien, no es lo mismo.
(Αν λείπει κάποιος, δεν είναι το ίδιο.)
No faltes a la fiesta.
(Μη λείψεις από το πάρτι.)
Su actitud falta de respeto.
(Η συμπεριφορά του λείπει τον σεβασμό.)
Falta un día para las vacaciones.
(Λείπει μια μέρα για τις διακοπές.)
Η λέξη faltar προέρχεται από το Λατινικό fallere, το οποίο σημαίνει "να αποτύχεις" ή "να λείπεις".
Συνώνυμα: - ausente (παρών) - echar de menos (να αισθάνεσαι έλλειψη)
Αντώνυμα: - presente (παρών) - abundar (να αφθονεί)