fama - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

fama (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "fama" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "fama" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /ˈfama/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "fama" σημαίνει τη φήμη ή την εκτίμηση που έχει κάποιος ή κάτι στην κοινωνία. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τη δημόσια εικόνα ή την αναγνωρισιμότητα ενός προσώπου, εταιρείας ή προϊόντος. Στην ισπανική γλώσσα, η "fama" χρησιμοποιείται και σε πιο μεταφορικές έννοιες, όπου μπορεί να αναφέρεται σε μια κατάσταση ή συναίσθημα που αφορά την αναγνωρισιμότητα. Είναι αρκετά συχνή στους γραπτούς και προφορικούς λόγους.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Ella tiene mucha fama por su talento artístico.
    Αυτή έχει πολλή φήμη λόγω του καλλιτεχνικού της ταλέντου.

  2. La fama de ese restaurante se ha extendido por toda la ciudad.
    Η φήμη αυτού του εστιατορίου έχει επεκταθεί σε όλη την πόλη.

  3. No siempre la fama significa éxito.
    Όχι πάντα η φήμη σημαίνει επιτυχία.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "fama" χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:

  1. Tener fama de ser un buen amigo.
    Έχει φήμη ότι είναι καλός φίλος.

  2. Estar en boca de todos (por la fama).
    Να είσαι στα χείλη όλων (λόγω φήμης).

  3. Ganar fama rápidamente.
    Να αποκτάς φήμη γρήγορα.

  4. La fama es efímera.
    Η φήμη είναι πρόσκαιρη.

  5. Vivir de la fama.
    Να ζεις από τη φήμη.

  6. Fama y fortuna no siempre van de la mano.
    Η φήμη και η τύχη δεν πάνε πάντα χέρι-χέρι.

  7. Hacer algo por la fama.
    Να κάνεις κάτι για τη φήμη.

Ετυμολογία

Η λέξη "fama" προέρχεται από την λατινική λέξη "fama", που σημαίνει "φήμη", "φήμη" ή "αναγνωσιμότητα".

Συνώνυμα και Αντώνυμα



22-07-2024