Η λέξη "familiar" αναφέρεται σε κάτι ή κάποιον που είναι γνωστός ή οικείος. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται για να περιγράψει σχέσεις, καταστάσεις ή πρόσωπα που είναι οικεία ή συνδεδεμένα με ένα άτομο. Χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτά κείμενα. Εμφανίζεται σε ποικιλία πλαισίων, όπως κοινωνικές σχέσεις ή νομικές καταστάσεις.
La familia siempre se reúne en fiestas familiares.
Η οικογένεια πάντα συγκεντρώνεται σε οικογενειακές γιορτές.
Es muy familiar con el trabajo que realiza.
Είναι πολύ οικείος με τη δουλειά που κάνει.
Η λέξη "familiar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωτικές εκφράσεις στα ισπανικά.
Un rostro familiar.
Μια γνώριμη μορφή. (Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που φαίνεται γνωστός).
Hacer algo de manera familiar.
Να κάνεις κάτι με οικειότητα. (Να δραστηριοποιείσαι ή να ενέργησες σε ένα οικείο περιβάλλον).
Tener un trato familiar.
Να έχεις οικείες σχέσεις. (Και για προσωπικές και επαγγελματικές σχέσεις, εννοεί ότι η επικοινωνία είναι άμεση και οικεία).
Hasta aquí es familiar.
Εδώ είναι γνωστό. (Βρίσκομαι σε μια κατάσταση ή ένα περιβάλλον που είναι οικείο).
Η λέξη "familiar" προέρχεται από το λατινικό "familiaris", που σημαίνει "σχετικός με την οικογένεια", προερχόμενο από την λέξη "familia", που σημαίνει "οικογένεια".
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "familiar" και της χρήσης της στη γλώσσα Ισπανικά.