Η λέξη "familiares" είναι πληθυντικός τύπος (plural) του ουσιαστικού "familiar", που σημαίνει "οικείος" ή "γνώριμος".
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "familiares" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφάβητου είναι: /famiˈljaɾes/
Η λέξη "familiares" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε τους συγγενείς ή τους ανθρώπους που έχουν μια οικεία σχέση με κάποιον. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικό και γραπτό λόγο. Χρησιμοποιείται επίσης σε διαφορετικά κοινωνικά και οικογενειακά πλαίσια. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, ιδίως σε οικογενειακές ή κοινωνικές συζητήσεις.
Mis familiares vinieron a visitarnos el fin de semana.
(Οι συγγενείς μου ήρθαν να μας επισκεφτούν το Σαββατοκύριακο.)
Siempre celebro mis cumpleaños con familiares y amigos.
(Πάντα γιορτάζω τα γενέθλιά μου με συγγενείς και φίλους.)
Η λέξη "familiares" χρησιμοποιείται επίσης σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις που υποδηλώνουν οικογενειακές ή οικείες σχέσεις.
Es importante mantener la relación con los familiares.
(Είναι σημαντικό να διατηρούμε τη σχέση με τους συγγενείς.)
Los familiares son un buen apoyo en momentos difíciles.
(Οι συγγενείς είναι καλή υποστήριξη σε δύσκολες στιγμές.)
Siempre disfruto de las reuniones familiares en vacaciones.
(Πάντα απολαμβάνω τις οικογενειακές συγκεντρώσεις τις διακοπές.)
Mis familiares siempre están a mi lado en los momentos importantes.
(Οι συγγενείς μου είναι πάντα στο πλευρό μου στις σημαντικές στιγμές.)
Η λέξη "familiares" προέρχεται από το λατινικό "familia", που σημαίνει "οικογένεια", και χρησιμοποιείται για να δηλώσει τους μέλη μιας οικογένειας ή τους οικείους.