Το "familiarizarse" είναι ρήμα.
/fami.lja.ɾiˈθaɾ.se/ (για τις ισπανόφωνες χώρες της Ιβηρικής)
/fami.lja.ˈɾi.zɑɾ.se/ (για τα περισσότερα ισπανόφωνα έθνη της Λατινικής Αμερικής)
Η λέξη "familiarizarse" αναφέρεται στη διαδικασία της εξοικείωσης ή της προσαρμογής σε κάτι καινούργιο ή άγνωστο. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την εμπειρία του να μάθεις ή να κατανοήσεις κάτι σε βάθος. Η χρήση της είναι συνήθως πιο συχνή στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και προφορικά.
Είναι σημαντικό να εξοικειωθείς με την καινούργια τεχνολογία πριν τη χρησιμοποιήσεις.
Muchos estudiantes necesitan familiarizarse con el método de enseñanza.
Πολλοί μαθητές χρειάζονται να εξοικειωθούν με τη μέθοδο διδασκαλίας.
Familiarizarse con el vocabulario nuevo facilita el aprendizaje de un idioma.
Η λέξη "familiarizarse" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν ορισμένες προτάσεις:
Είναι κρίσιμο να εξοικειωθείς με τους κανόνες πριν συμμετάσχεις στο έργο.
Para tener éxito, debes familiarizarte con el entorno laboral.
Για να έχεις επιτυχία, πρέπει να εξοικειωθείς με το εργασιακό περιβάλλον.
Al mudarte a un nuevo país, es esencial familiarizarse con la cultura local.
Όταν μετακομίζεις σε μια καινούργια χώρα, είναι απαραίτητο να εξοικειωθείς με την τοπική κουλτούρα.
Los nuevos empleados deben familiarizarse con las políticas de la empresa.
Οι νέοι υπάλληλοι πρέπει να εξοικειωθούν με τις πολιτικές της εταιρείας.
Es recomendable familiarizarse con los procedimientos de seguridad en el lugar de trabajo.
Η λέξη "familiarizarse" προέρχεται από το λατινικό "familiaris", που σημαίνει "οικείος" ή "σχετικός". Σημαίνει ότι το άτομο που εξοικειώνεται αναπτύσσει μια πιο κοντινή σχέση με το νέο γνώρισμα ή την κατάσταση.
Συνώνυμα: - Adaptarse - Acostumbrarse - Integrarse
Αντώνυμα: - Desacostumbrarse - Aislarse - Alejarse