Το "farol" είναι ουσιαστικό.
[faɾol]
Η λέξη "farol" αναφέρεται κυρίως σε ένα είδος φωτεινού σώματος ή φωτιάς που χρησιμεύει για να φωτίσει ή να καθοδηγήσει. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει φανάρια, λαμπτήρες ή φακούς που είναι ειδικά σχεδιασμένα για εξωτερική χρήση. Στα ισπανικά, η λέξη χρησιμοποιείται ευρέως τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο.
El farol en la calle está roto. Το φανάρι στον δρόμο είναι σπασμένο.
Ella usó un farol para iluminar el camino. Χρησιμοποίησε ένα φακό για να φωτίσει το μονοπάτι.
El barco tiene un farol en la proa. Το πλοίο έχει ένα φανάρι στην πλώρη.
Η λέξη "farol" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
(Αυτή παραπλανήθηκε και κανείς δεν την πίστεψε.)
No light for the farol: Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει ότι κάποιες πληροφορίες ή στοιχεία είναι ελλιπή ή όχι κανείς δεν έχει πρόθεση να μοιραστεί.
(Σε αυτή τη συνάντηση δεν υπήρχε φως για το φανάρι, όλοι ήταν σιωπηλοί.)
Más anticuado que un farol de aceite: Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι παλιό ή ξεπερασμένο.
Η λέξη "farol" προέρχεται από το ισπανικό "farole", το οποίο έχει ρίζες από το λατινικό "pharellum", που σημαίνει "φως".
Συνώνυμα: - Foco (φωτιστικό) - Lámpara (λάμπα)
Αντώνυμα: - Oscuridad (σκοτάδι) - Noche (νύχτα)