Η λέξη "farola" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "farola" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /faˈɾola/.
Η λέξη "farola" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - φάρος - λαμπτήρας δρόμου (σε περιβάλλον αστικής φωτιστικής εγκατάστασης)
Η λέξη "farola" αναφερόμαστε γενικά σε έναν φωτεινό σώμα ή φωτιστικό εγκατεστημένο σε δημόσιους ή αστικούς χώρους, όπως οι δρόμοι και οι πλατείες. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τους λαμπτήρες που φωτίζουν τις οδούς τη νύχτα.
Ο φάρος του δρόμου είναι σπασμένος.
Prendí la farola para iluminar el camino.
Η λέξη "farola" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν μερικές εκφράσεις που την περιλαμβάνουν:
Κάτω από τον φάρο, όλα αλλάζουν.
La vida es más clara junto a la farola.
Η ζωή είναι πιο καθαρή κοντά στο φάρο.
Esperar a la farola.
Η λέξη "farola" προέρχεται από την ισπανική λέξη "faro," που σημαίνει "φάρος" και σχετίζεται με τη λέξη "far" (να φωτίζω), που καταλήγει να περιγράφει φωτεινές εγκαταστάσεις ή συσκευές.
iluminación (φωτισμός)
Αντώνυμα:
Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, η λέξη "farola" αν και απλή, έχει σημαντική χρήση και σημασία στο λεξιλόγιο των ισπανικών και τις επικοινωνίες που σχετίζονται με τους δημόσιους χώρους και τη φωτεινότητα.