farolero: ουσιαστικό
/faɾoˈleɾo/
Η λέξη farolero αναφέρεται στο άτομο που είναι υπεύθυνο για την εγκατάσταση, την επιθεώρηση και τη συντήρηση των φωτιστικών σωμάτων, συνήθως σε δημόσιους χώρους. Αυτό το επάγγελμα είναι λιγότερο κοινό σήμερα λόγω της ηλεκτρονικής τεχνολογίας και των αυτόματων συστημάτων φωτισμού.
Στη γλώσσα των Ισπανικών, μπορεί να χρησιμοποιείται κυρίως σε δημοσίου τομέα ή σε αναφορές ιστορικών περιόδων ή παραδοσιακών επαγγελμάτων. Η χρήση της είναι σπάνια στις σύγχρονες συνομιλίες, περισσότερο σε γραπτά συμφραζόμενα.
"Ο φαροφύλακας ελέγχει τα φώτα του δρόμου κάθε βράδυ."
"En el pueblo antiguo, el farolero era una figura muy respetada."
Η λέξη farolero δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμπλακεί σε κάποιες παραδοσιακές φράσεις που αφορούν το φως ή την καθοδήγηση.
"Να είσαι ο φαροφύλακας της κοινότητας είναι μία σημαντική δουλειά."
"El farolero nos guía en la oscuridad."
Η λέξη farolero προέρχεται από την Ισπανική λέξη farol που σημαίνει "φανάρι", με το επίθημα -ero που υποδηλώνει επάγγελμα ή συνάφεια.
guardián de faroles (φύλακας φαναριών)
Αντώνυμα:
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης farolero και των χρήσεών της στα Ισπανικά.