Το "farsante" είναι ουσιαστικό και επίθετο.
/farˈsante/
Η λέξη "farsante" αναφέρεται σε κάποιον που προτίθεται να ξεγελάσει ή να εξαπατήσει τους άλλους. Στον τομέα του θεάτρου, ο φαρσάντης είναι επίσης κάποιος που συμμετέχει στη φάρσα ή σε κωμικά έργα που περιλαμβάνουν παρεξηγήσεις και υπερβολικές καταστάσεις.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στη καθημερινή γλώσσα, κυρίως σε προφορικό λόγο, αλλά και γραπτά. Είναι πολύ κοινή όταν αναφερόμαστε σε ανθρώπους που εξαπατούν ή παίζουν κάποιον άλλο ρόλο με σκοπό την απάτη.
"Μην εμπιστεύεσαι αυτόν τον απατεώνα."
"El farsante hizo reír a todos en el teatro."
"Ο φαρσέρ έκανε όλους να γελάσουν στο θέατρο."
"A veces, la vida se siente como una obra de teatro con falsantes."
Η λέξη "farsante" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
"Ο κόσμος είναι γεμάτος απατεώνες."
"No seas un farsante en la vida."
"Μη γίνεσαι απατεώνας στη ζωή."
"Aparecieron muchos farsantes en el festival."
"Εμφανίστηκαν πολλοί απατεώνες στο φεστιβάλ."
"El farsante de la historia siempre se descubre."
Η λέξη "farsante" προέρχεται από τη λέξη "farsa", που σημαίνει φάρσα ή σατυρικό έργο. Αρχικά, η έννοια σχετιζόταν με την ιδέα της παραποίησης και της κοροϊδίας.
Συνώνυμα: - impostor (εισβολέας) - engañador (απατεώνας)
Αντώνυμα: - sincero (ειλικρινής) - honesto (έντιμος)