Η λέξη "fascinante" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει τη δυνατότητα να προσελκύει και να κρατά το ενδιαφέρον, προκαλώντας θαυμασμό ή γοητεία. Η χρήση της είναι συχνή και στις δύο γλωσσικές μορφές, προφορική και γραπτή, αν και συναντάμε περισσότερες περιπτώσεις σε γραπτά κείμενα, όπως λογοτεχνία, άρθρα και αναλύσεις.
Η ταινία ήταν πραγματικά μαγευτική.
Este lugar tiene una historia fascinante.
Αυτός ο τόπος έχει μια γοητευτική ιστορία.
Sus ideas son fascinantes y revolucionarias.
Η λέξη "fascinante" χρησιμοποιείται σπάνια σε συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά εδώ είναι μερικές αξιόλογες προτάσεις που την ενσωματώνουν:
Η ζωή είναι μαγευτική αν την κοιτάς με περιέργεια.
Es fascinante cómo se desarrolla la historia.
Είναι συναρπαστικό πώς εξελίσσεται η ιστορία.
Cada encuentro es fascinante a su manera.
Κάθε συνάντηση είναι γοητευτική με τον δικό της τρόπο.
Lo que hace que este proyecto sea fascinante son sus detalles.
Αυτό που κάνει αυτό το έργο συναρπαστικό είναι οι λεπτομέρειές του.
Las culturas del mundo son fascinantes y diversas.
Η λέξη "fascinante" προέρχεται από το λατινικό ρήμα fascinare, που σημαίνει "να γοητεύω" ή "να μαγεύω". Τα ρίζα της λέξης παραμένουν στη γλώσσα, εκφράζοντας την ίδια έννοια του θαυμασμού και της γοητείας.
hipnotizante (υπνωτικός)
Αντώνυμα: