Ρήμα
/fas.siˈnaɾ/
Η λέξη "fascinar" χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια κατάσταση όπου κάτι ή κάποιος προκαλεί έντονο ενδιαφέρον ή ενθουσιασμό σε κάποιον. Χρησιμοποιείται συχνά στο Ισπανικά και μπορεί να αναφέρεται σε εμπειρίες, αντικείμενα ή ανθρώπους που έχουν την ικανότητα να μαγέψουν ή να γοητεύσουν τους άλλους. Η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να είναι πιο κοινή σε συζητήσεις που σχετίζονται με συναισθήματα και εμπειρίες.
La música clásica me fascina.
(Η κλασική μουσική με συναρπάζει.)
Los paisajes de montaña siempre me fascinan.
(Τα τοπία των βουνών πάντα με μαγεύουν.)
Η λέξη "fascinar" χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις και εκφράσεις της καθημερινότητας:
Me fascina la idea de viajar por el mundo.
(Με συναρπάζει η ιδέα να ταξιδέψω γύρω από τον κόσμο.)
El arte de este pintor me fascina.
(Η τέχνη αυτού του ζωγράφου με μαγεύει.)
Siempre me ha fascinado la ciencia ficción.
(Πάντα με έχει συναρπάσει η επιστημονική φαντασία.)
Los secretos del universo me fascinan.
(Τα μυστικά του σύμπαντος με γοητεύουν.)
Su historia de vida me fascina.
(Η ιστορία της ζωής του/της με μαγεύει.)
El encanto de la ciudad me fascina cada vez que la visito.
(Η γοητεία της πόλης με συναρπάζει κάθε φορά που την επισκέπτομαι.)
Η λέξη "fascinar" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "fascinare," το οποίο σημαίνει "να μαγευτεί" ή "να γοητευτεί."
Συνώνυμα: - encantar (να αγαπάς) - atraer (να προσελκύεις) - seducir (να séduis)
Αντώνυμα: - aburrir (να βαριέσαι) - desanimar (να αποθαρρύνεις) - desinteresar (να μην ενδιαφέρει)