Το "fastidioso" είναι επίθετο.
/fas.ti.ˈðjo.so/
Η λέξη "fastidioso" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που είναι ενοχλητικός, βαρετός ή κουραστικός. Συχνά αναφέρεται σε καταστάσεις ή συμπεριφορές που προκαλούν ανυπομονησία ή δυσαρέσκεια. Η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί περισσότερη στην καθημερινή συνομιλία.
"El ruido de la construcción es muy fastidioso."
"Ο θόρυβος από την κατασκευή είναι πολύ ενοχλητικός."
"Me parece fastidioso esperar tanto tiempo."
"Μου φαίνεται κουραστικό να περιμένω τόσο πολύ."
"Ese comportamiento fastidioso no es aceptable aquí."
"Αυτή η ενοχλητική συμπεριφορά δεν είναι αποδεκτή εδώ."
Η λέξη "fastidioso" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:
"Es un fastidio tener que hacer eso."
"Είναι ενοχλητικό να χρειάζεται να το κάνω."
"No hay nada más fastidioso que el tráfico."
"Δεν υπάρχει τίποτα πιο ενοχλητικό από την κίνηση."
"A veces, los pequeños detalles pueden ser muy fastidiosos."
"Μερικές φορές, οι μικρές λεπτομέρειες μπορεί να είναι πολύ ενοχλητικές."
"Fastidia mucho la falta de respeto."
"Ενοχλεί πολύ η έλλειψη σεβασμού."
Η λέξη "fastidioso" προέρχεται από το λατινικό "fastidiosus", που σημαίνει "το να μην μπορείς να ανεχτείς κάτι", το οποίο σχετίζεται με το ρήμα "fastidire", που σημαίνει "να είσαι αηδιασμένος ή ενοχλημένος".
tedioso (κουραστικός)
Αντώνυμα: