Η λέξη "fatigar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "fatigar" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA) είναι: /fa.tiˈɣaɾ/
Η λέξη "fatigar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του να κο fatigue (κουράσει ή εξουθενώσει) κάποιον, είτε σωματικά είτε ψυχολογικά. Χρησιμοποιείται συχνά και στα δύο πλαίσια, προφορικά και γραπτά, αν και μπορεί να είναι ελαφρώς πιο συχνή στον προφορικό λόγο όταν αναφέρεται σε καθημερινές καταστάσεις.
"Η σωματική άσκηση μπορεί να κουράσει πολλές ανθρώπους."
"Viajar largas distancias puede fatigar a cualquier viajero."
Η λέξη "fatigar" δεν έχει πολλές καθορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες φράσεις για να περιγράψει την ένταση ή την κούραση.
"Είμαι κουρασμένος μετά από δουλειά όλη μέρα."
"No quiero fatigarme más, necesito descansar."
"Δεν θέλω να κουραστώ περισσότερο, χρειάζομαι ξεκούραση."
"Las largas reuniones pueden fatigar a los empleados."
Η λέξη "fatigar" προέρχεται από το λατινικό "fatigare," το οποίο σημαίνει "να κουράζω" ή "να εξαντλώ."
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "fatigar" στα Ισπανικά, τη χρήση της και τις σχέσεις της με άλλες λέξεις.