Η λέξη "fatuo" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "fatuo" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /ˈfatwo/.
Η λέξη "fatuo" μεταφράζεται στα ελληνικά ως "κενός", "ανόητος" ή "μωρός".
Η λέξη "fatuo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι ανόητος ή που έχει κενή σκέψη. Συχνά χρησιμοποιείται σε γραπτά κείμενα και λογοτεχνία, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και στην προφορική γλώσσα, κυρίως σε πιο επίσημα ή λογοτεχνικά πλαίσια.
El joven parecía fatuo al discutir sobre temas complejos.
Ο νεαρός φαινόταν ανόητος όταν συζητούσε για περίπλοκα θέματα.
No se puede confiar en sus decisiones, es un fatuo.
Δεν μπορείς να εμπιστευτείς τις αποφάσεις του, είναι μωρός.
Su actitud fatuo lo llevó a perder la oportunidad.
Η κενή του στάση τον οδήγησε να χάσει την ευκαιρία.
"No seas fatuo, escucha a los demás."
Μην είσαι ανόητος, άκουσε τους άλλους.
"Es fatuo pensar que lo sabes todo."
Είναι ανόητο να νομίζεις ότι ξέρεις τα πάντα.
"Su fatuidad lo aleja de los buenos amigos."
Η ανόητη συμπεριφορά του τον απομακρύνει από τους καλούς φίλους.
Η λέξη "fatuo" προέρχεται από τη λατινική λέξη "fatuus", που σημαίνει "κενός" ή "ανόητος".