Favor είναι ουσιαστικό (sustantivo) στη γλώσσα Ισπανικά.
Η φωνητική μεταγραφή του favor με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου είναι /faˈβoɾ/.
Η λέξη favor χρησιμοποιείται για να αναφέρει την έννοια της βοήθειας, της ευνοίας ή μιας υπηρεσίας που προσφέρεται σε κάποιον. Στη γλώσσα των Ισπανόφωνων, έχει συχνή χρήση τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί περισσότερη χρήση στο γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα στους επαγγελματικούς και νομικούς χώρους.
Μπορείς να μου κάνεις μια χάρη;
Ella siempre está dispuesta a hacer favores a sus amigos.
Η λέξη favor χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Εδώ είναι μερικές παραδείγματα:
Εννοεί να είσαι σε ευνοϊκή θέση στα μάτια κάποιου.
Hacer un favor recíproco.
Σημαίνει ότι δύο άνθρωποι προσφέρουν ο ένας στον άλλο βοήθεια.
No hacer nada a favor de alguien.
Δηλώνει την απουσία κρατικής ή προσωπικής βοήθειας.
A pedir de boca, en favor de alguien.
Η λέξη favor προέρχεται από το λατινικό favor, που σημαίνει "χάρη" ή "καλή θέληση". Η χρήση της διατηρεί την αρχαία σημασία σχετική με την ευνοϊκή στάση προς κάποιον ή την προσφορά βοήθειας.
Συνώνυμα: - Gracia (χάρη) - Benevolencia (καλοσύνη)
Αντώνυμα: - Desfavor (αντιαξία) - Desaprobación (αποδοκιμασία)
Η λέξη favor αποτυπώνει τη σημασία της βοήθειας και της καλοσύνης στις διαπροσωπικές σχέσεις, επηρεάζοντας έτσι τη συνύπαρξη και την αλληλεπίδραση στην κοινωνία.