Το "favorecer" είναι ρήμα.
/fa.βo.ɾe.θeɾ/ (Ισπανικά: [faboɾeθeɾ], ισπανική προφορά της λέξης)
Το ρήμα "favorecer" χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη δράση της υποστήριξης, ευνοίας ή προαγωγής κάποιας κατάστασης, ατόμου ή πράγματος. Στη γλώσσα ισπανικά, χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό πλαίσιο, με συχνότητα που εξαρτάται από το περιεχόμενο των συζητήσεων, ειδικά σε νομικά ή κοινωνικά θέματα.
Το πρόγραμμα βοήθειας θα ευνοήσει πολλές οικογένειες σε ανάγκη.
Es importante favorecer el diálogo entre las partes.
Είναι σημαντικό να προάγουμε τον διάλογο μεταξύ των μερών.
La ley fue creada para favorecer los derechos de los trabajadores.
Το "favorecer" δεν ανήκει σε πολλές ειδικές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρει εφαρμογή σε κοινές φράσεις που σχετίζονται με την προαγωγή ή υποστήριξη.
Η κλιματική αλλαγή ευνοεί την ανάπτυξη ορισμένων ειδών.
El apoyo de la comunidad favorece nuestros esfuerzos.
Η υποστήριξη της κοινότητας διευκολύνει τις προσπάθειές μας.
Un buen ambiente laboral favorece la productividad.
Το "favorecer" προέρχεται από το λατινικό "favorem" που σημαίνει "ευνοία", το οποίο προέρχεται από το ρήμα "favere" - "ευνοώ".
Η λέξη "favorecer" χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα των νόμων και μπορεί να αναφέρεται σε νόμους που προάγουν τις ευνοϊκές συνθήκες για τους πολίτες ή τις κοινότητες.