Η φράση "fecha de caducidad" είναι ουσιαστικό.
/fɛtʃa ðe kaðuθidað/
Η "fecha de caducidad" αναφέρεται στην ημερομηνία που ένα προϊόν ή μια συμφωνία παύει να είναι έγκυρη ή χρήσιμη. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικό, εμπορικό και διοικητικό πλαίσιο, κυρίως για να δηλώσει την τελευταία ημερομηνία κατά την οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ένα προϊόν ή να ενεργοποιηθεί μια νομική υποχρέωση. Η χρήση της είναι συχνή και σε προφορικό και σε γραπτό λόγο.
Η ημερομηνία λήξης αυτού του προϊόντος είναι η 15η Ιουνίου.
Es importante verificar la fecha de caducidad antes de comprar alimentos.
Η φράση "fecha de caducidad" χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, ιδίως στο πλαίσιο νομικών και εμπορικών κανονισμών:
Η ημερομηνία λήξης της άδειας πρέπει να ανανεωθεί.
"Si la fecha de caducidad ha pasado, no se puede usar el medicamento."
Άν η ημερομηνία λήξης έχει περάσει, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί το φάρμακο.
"Debemos tener en cuenta la fecha de caducidad en nuestros contratos."
Πρέπει να λάβουμε υπόψη την ημερομηνία λήξης στα συμβόλαιά μας.
"El producto es seguro hasta su fecha de caducidad."
Η φράση "fecha de caducidad" προέρχεται από το ισπανικό "fecha" (ημερομηνία) και "caducidad" (λήξη), που είναι παράγωγο του "caducar", που σημαίνει "λήγω".
Συνώνυμα: - fecha límite (προθεσμία) - data de expiración (ημερομηνία λήξης)
Αντώνυμα: - vigencia (ισχύς) - validez (έγκυρη κατάσταση)