Η λέξη "fechar" είναι ρήμα (verbo).
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "fechar" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου είναι /feˈɾaɾ/.
Η λέξη "fechar" στα Ελληνικά μπορεί να μεταφραστεί ως: - κλείνω - κλείσιμο
Στα Ισπανικά, η λέξη "fechar" σημαίνει "να κλείνω" ή "να κλειδώσω". Χρησιμοποιείται συχνά σε ποικιλία πλαισίων, όπως για το κλείσιμο πορτών, παραθύρων, ή εγγράφων. Είναι πιο συνηθισμένη στη γραπτή γλώσσα, αλλά επίσης χρησιμοποιείται στον προφορικό λόγο.
"Πρέπει να κλείσουμε την πόρτα πριν φύγουμε."
"Voy a fechar el documento para que no se pierda."
"Θα κλείσω το έγγραφο ώστε να μην χαθεί."
"No olvides fechar las ventanas antes de la tormenta."
Η λέξη "fechar" χρησιμοποιείται και σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά.
Παράδειγμα: "Tienes que fechar el pico si no tienes nada importante que decir."
"Fechar un trato"
Παράδειγμα: "Finalmente logramos fechar un trato con el cliente."
"Fechar la boca"
Δεν υπάρχουν πολλές διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με την ετυμολογία της λέξης "fechar", αλλά προέρχεται από την λατινική λέξη "facere", που σημαίνει "να κάνεις", σε συνδυασμό με την έννοια του "κλεισίματος".