Η λέξη "fecundidad" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/hɛ.kun.diˈðað/
Η λέξη "fecundidad" αναφέρεται στην ικανότητα ενός οργανισμού να παράγει απόγονοι ή να είναι γόνιμος. Χρησιμοποιείται συχνά στην ιατρική, τη βιολογία και τις κοινωνικές επιστήμες. Η συχνότητα χρήσης είναι υψηλή, και το πέρασμα της λέξης μπορεί να είναι πιο κοινό σε γραπτό κείμενο σε επιστημονικά έργα ή ακαδημαϊκές εργασίες, αν και χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο, ειδικά σε συζητήσεις σχετικά με αναπαραγωγή ή δημογραφικά θέματα.
La fecundidad es un factor importante en la ecología de las especies.
(Η γονιμότητα είναι ένας σημαντικός παράγοντας στην οικολογία των ειδών.)
En medicina, la fecundidad de una pareja puede ser evaluada.
(Στην ιατρική, η γονιμότητα ενός ζευγαριού μπορεί να αξιολογηθεί.)
La fecundidad de las mujeres ha disminuido en muchos países.
(Η γονιμότητα των γυναικών έχει μειωθεί σε πολλές χώρες.)
Η λέξη "fecundidad" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, αλλά υπάρχουν παρόμοιες χρήσεις και εκφράσεις που σχετίζονται με την έννοια της γονιμότητας και αναπαραγωγής.
La fecundidad de la tierra es vital para la agricultura.
(Η γονιμότητα της γης είναι ζωτικής σημασίας για τη γεωργία.)
Aumentar la fecundidad en épocas de crisis es un desafío.
(Η αύξηση της γονιμότητας σε περιόδους κρίσης είναι μια πρόκληση.)
La fecundidad humana está influenciada por muchos factores sociales y económicos.
(Η ανθρώπινη γονιμότητα επηρεάζεται από πολλούς κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες.)
Η λέξη "fecundidad" προέρχεται από το λατινικό "fecunditas," που σημαίνει "ικανότητα να παράγει καρπούς." Η ρίζα "fecundus" στον λατινικό σημαίνει "γόνιμος."
Συνώνυμα:
- Fertilidad
- Productividad
Αντώνυμα:
- Infecundidad (άγονη κατάσταση)
- Esterilidad (στείρωση)