Η λέξη "fehaciente" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: /fe.a.iˈθen.te/
Η λέξη "fehaciente" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει κάτι που είναι αξιόπιστο, πειστικό ή αποδεικτικό. Στον νομικό τομέα, αναφέρεται σε έγγραφα ή αποδείξεις που είναι αποδεκτές και μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως βεβαιωτικά στοιχεία. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μια ελαφριά προτίμηση στον γραπτό λόγο, ειδικά σε νομικές και επίσημες συνθήκες.
La testificación del testigo fue fehaciente para el caso.
(Η μαρτυρία του μάρτυρα ήταν αξιόπιστη για την υπόθεση.)
Los documentos presentados son fehacientes y permiten demostrar la verdad.
(Τα έγγραφα που παρουσιάστηκαν είναι αποδεικτικά και επιτρέπουν να αποδειχθεί η αλήθεια.)
Η λέξη "fehaciente" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εντοπιστεί σε φράσεις που σχετίζονται με την επικύρωση και την αποδεικτική διαδικασία.
Un contrato fehaciente asegura los derechos de ambas partes.
(Ένα αξιόπιστο συμβόλαιο εξασφαλίζει τα δικαιώματα και των δύο μερών.)
Las pruebas fehacientes son clave en un juicio.
(Τα αποδεικτικά στοιχεία είναι το κλειδί σε μια δίκη.)
Su respuesta fue fehaciente, lo cual disipó todas las dudas.
(Η απάντησή του ήταν πειστική, γεγονός που διέλυσε όλες τις αμφιβολίες.)
Η λέξη "fehaciente" προέρχεται από τη λατινική λέξη "fidehaciens", η οποία είναι σύνθετη από το "fide-" (πίστη) και το "-hacere" (κάνω), υποδηλώνοντας κάτι που μπορεί να γίνει πιστευτό ή αξιόπιστο.
Συνώνυμα: - fiable (αξιόπιστος) - convincente (πειστικός)
Αντώνυμα: - dudoso (αβέβαιος) - incierto (αβέβαιο)