Η λέξη "felice" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "felice" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /feˈli.se/
Η λέξη "felice" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "ευτυχισμένος" ή "χαρούμενος".
Η λέξη "felice" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανών για να περιγράψει ένα άτομο που βιώνει ευτυχία ή χαρά. Είναι αρκετά συχνή στη χρήση, κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο.
Ο Φελίτσε ήταν ευτυχισμένος όταν έλαβε τα καλά νέα.
Ella se siente más felice desde que está con él.
Αυτή νιώθει πιο ευτυχισμένη από τότε που είναι μαζί του.
La fiesta fue un momento muy felice para todos.
Να είσαι στον έβδομο ουρανό σημαίνει να είσαι ευτυχισμένος.
Una vida felice es un regalo que pocos saben apreciar.
Μια ευτυχισμένη ζωή είναι ένα δώρο που λίγοι ξέρουν να εκτιμούν.
Encontrar la felicidad no siempre es fácil, pero ser felice es una elección.
Να βρεις την ευτυχία δεν είναι πάντα εύκολο, αλλά το να είσαι ευτυχισμένος είναι μια επιλογή.
Los pequeños momentos de alegría nos hacen más felice.
Η λέξη "felice" προέρχεται από το λατινικό "felix", το οποίο σημαίνει "τυχερός" ή "ευτυχισμένος".
Συνώνυμα: - contento (ικανοποιημένος) - alegre (χαρούμενος) - dichoso (ευτυχισμένος)
Αντώνυμα: - infeliz (δυστυχισμένος) - triste (λυπημένος) - desdichado (άτυχος)