Μέρος του λόγου: Επίθετο
Φωνητική αναπαράσταση: /feˈlis/
Σημασίες: 1. Χαρούμενος, ικανοποιημένος, ευτυχισμένος. 2. Που διακρίνεται από αίσθηση ευτυχίας και ικανοποίησης.
Χρήση και συχνότητα: Η λέξη "feliz" χρησιμοποιείται συχνά στην ισπανική γλώσσα, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Είναι μια συνηθισμένη λέξη που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κατάσταση της χαράς ή ευτυχίας.
Κλίση (όταν είναι εφαρμόσιμο):
Εδώ είναι οι μορφές του ρήματος "ser" (είναι) σε διάφορους χρόνους:
- Παρατατικός: era feliz
- Παρακείμενος: ha sido feliz
- Μέλλοντας: será feliz
Παράδειγμα Φράσεων: 1. Estaba muy feliz de verte. (Ήμουν πολύ χαρούμενος που σε είδα.) 2. Deseo que seas feliz en todo lo que hagas. (Σου εύχομαι να είσαι ευτυχισμένος σε ό,τι κι αν κάνεις.)
Ιδιωματικές εκφράσεις: Η λέξη "feliz" χρησιμοποιείται σε πολλές ισπανικές ιδιωματικές εκφράσεις: 1. Estar como una cabra (Να είσαι τρελός/μαλακός) 2. Ser una gallina vieja (Να είσαι πολύ φοβισμένος) 3. Salir el tiro por la culata (Να πάει όλα όπως δεν περιμένετε)
Ετυμολογία: Η λέξη "feliz" προέρχεται από το λατινικό "felix", που σημαίνει ευτυχισμένος ή επιτυχημένος.
Συνώνυμα: - Contento - Alegre - Dichoso
Αντώνυμα: - Triste - Infeliz