Η λέξη "felpa" είναι ουσιαστικό.
/fel.pa/
Η λέξη "felpa" αναφέρεται σε ένα είδος υφάσματος που είναι μαλακό, χνουδωτό και συχνά χρησιμοποιείται για την κατασκευή ρούχων, κυρίως αθλητικών, όπως φούτερ και ζακέτες. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο για να περιγράψει ρούχα που φοριούνται σε καθημερινές και αθλητικές περιστάσεις. Επίσης, η λέξη έχει μια σταθερή παρουσία και στον γραπτό λόγο, ωστόσο είναι πιο κοινή σε περιπτώσεις που σχετίζονται με μόδα και ρούχα.
Μου αρέσει να φοράω ένα φούτερ όταν κάνει κρύο.
Ella compró una felpa nueva para el invierno.
Αυτή αγόρασε μια νέα ζακέτα φλίς για τον χειμώνα.
Los niños usan felpa para jugar en el parque.
Η λέξη "felpa" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να αναφερθεί σε περιπτώσεις που σχετίζονται με άνεση ή casual στυλ.
Εκείνη την ημέρα αποφάσισα να είμαι με φούτερ όλη μέρα.
La felpa es perfecta para un día de relax.
Το φούτερ είναι τέλειο για μια μέρα χαλάρωσης.
Siempre me siento cómodo en felpa.
Πάντα νιώθω άνετα με το φούτερ.
Me encanta usar felpa cuando veo una película en casa.
Η λέξη "felpa" προέρχεται από το ιταλικό "felpa", που σημαίνει "χνούδι" ή "μαλακό ύφασμα". Η ρίζα της είναι συνδεδεμένη με την περιγραφή των μαλακών και χνουδωτών υφασμάτων.
Συνώνυμα: - Sudadera (φούτερ) - Chaqueta (ζακέτα)
Αντώνυμα: - Prenda ligera (ελαφρύ ρούχο) - Ropa formal (επίσημα ρούχα)