femoral είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή του "femoral" στα Ισπανικά είναι /feˈmoɾal/.
Ο όρος "femoral" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "μηριαίος" ή "φορετός".
Ο όρος "femoral" αναφέρεται σε οτιδήποτε σχετίζεται με το μηρό ή το μηριαίο οστό (femur). Χρησιμοποιείται κυρίως στους τομείς της ιατρικής και της ανατομίας. Η χρήση του είναι συχνή τόσο στον γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να είναι πιο συνηθισμένη σε ιατρικά ή ακαδημαϊκά κείμενα.
Το μηριαίο οστό είναι το πιο μακρύ οστό του ανθρώπινου σώματος.
La arteria femoral es crucial para la circulación en la pierna.
Η μηριαία αρτηρία είναι κρίσιμη για την κυκλοφορία στο πόδι.
El diagnóstico de una fractura femoral requiere de estudios de imagen.
Αν και ο όρος "femoral" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, χρησιμοποιείται σε κατηγορίες και περιγραφές σχετικών τομέων.
Η μηριαία χειρουργική επέμβαση είναι απαραίτητη όταν υπάρχει κάταγμα.
Los médicos deben tener cuidado al examinar la región femoral.
Οι γιατροί πρέπει να είναι προσεκτικοί κατά την εξέταση της μηριαίας περιοχής.
Un problema femoral puede provocar dolor en la articulación de la cadera.
Ο όρος "femoral" προέρχεται από τη λατινική λέξη "femur", που σημαίνει "μηρός".