femoral - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

femoral (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

femoral είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή του "femoral" στα Ισπανικά είναι /feˈmoɾal/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Ο όρος "femoral" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "μηριαίος" ή "φορετός".

Σημασία και χρήση

Ο όρος "femoral" αναφέρεται σε οτιδήποτε σχετίζεται με το μηρό ή το μηριαίο οστό (femur). Χρησιμοποιείται κυρίως στους τομείς της ιατρικής και της ανατομίας. Η χρήση του είναι συχνή τόσο στον γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να είναι πιο συνηθισμένη σε ιατρικά ή ακαδημαϊκά κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El hueso femoral es el más largo del cuerpo humano.
  2. Το μηριαίο οστό είναι το πιο μακρύ οστό του ανθρώπινου σώματος.

  3. La arteria femoral es crucial para la circulación en la pierna.

  4. Η μηριαία αρτηρία είναι κρίσιμη για την κυκλοφορία στο πόδι.

  5. El diagnóstico de una fractura femoral requiere de estudios de imagen.

  6. Η διάγνωση μιας μηριαίας κατάγματος απαιτεί απεικονιστικές εξετάσεις.

Ιδιαίτερες εκφράσεις

Αν και ο όρος "femoral" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, χρησιμοποιείται σε κατηγορίες και περιγραφές σχετικών τομέων.

Παραδείγματα προτάσεων με ιδιωματικές φράσεις

  1. La cirugía femoral es necesaria cuando hay fractura.
  2. Η μηριαία χειρουργική επέμβαση είναι απαραίτητη όταν υπάρχει κάταγμα.

  3. Los médicos deben tener cuidado al examinar la región femoral.

  4. Οι γιατροί πρέπει να είναι προσεκτικοί κατά την εξέταση της μηριαίας περιοχής.

  5. Un problema femoral puede provocar dolor en la articulación de la cadera.

  6. Ένα πρόβλημα που σχετίζεται με το μηριαίο μπορεί να προκαλέσει πόνο στην άρθρωση του ισχίου.

Ετυμολογία

Ο όρος "femoral" προέρχεται από τη λατινική λέξη "femur", που σημαίνει "μηρός".

Συνώνυμα και Αντώνυμα



23-07-2024