Η λέξη "feria" είναι ουσιαστικό.
/fɛˈɾja/
Η λέξη "feria" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά σε διάφορους τομείς. Σημαίνει συνήθως μια γιορτή ή πανηγύρι, που οργανώνεται για κοινωνικούς, πολιτιστικούς ή εμπορικούς σκοπούς. Σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής, αναφέρεται και σε ειδικές αγορές όπου οι άνθρωποι μπορούν να αγοράσουν και να πωλήσουν διάφορα προϊόντα. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτό πλαίσιο σε αναφορές σε εκδηλώσεις και αγορές.
Η "feria" χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο, ειδικά σε κοινωνικές και πολιτιστικές συζητήσεις.
La feria se celebrará el próximo mes en el parque.
Η γιορτή θα πραγματοποιηθεί τον επόμενο μήνα στο πάρκο.
Voy a la feria para comprar frutas y verduras frescas.
Πηγαίνω στην αγορά για να αγοράσω φρέσκα φρούτα και λαχανικά.
En la feria de ciencias, presentaron muchos proyectos interesantes.
Στην έκθεση επιστημών παρουσίασαν πολλά ενδιαφέροντα έργα.
Η λέξη "feria" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Hacer feria
Significa ganar dinero o conseguir financiación.
Σημαίνει να κερδίζεις χρήματα ή να αποκτάς χρηματοδότηση.
Ejemplo: El negocio empezó a hacer feria después de la promoción.
Η επιχείρηση άρχισε να κερδίζει χρήματα μετά την προώθηση.
Feria de abril
Es una fiesta tradicional en Sevilla, España.
Είναι μια παραδοσιακή γιορτή στη Σεβίλλη, Ισπανία.
Ejemplo: La feria de abril atrae a miles de turistas cada año.
Η γιορτή της Απριλίου προσελκύει χιλιάδες τουρίστες κάθε χρόνο.
A feria
Se refiere a realizar algo rápidamente o de manera apresurada.
Αναφέρεται στην εκτέλεση κάτι γρήγορα ή βιαστικά.
Ejemplo: Hiciste todo a feria y no salió bien.
Έκανες τα πάντα βιαστικά και δεν βγήκε καλά.
Η λέξη "feria" προέρχεται από τη λατινική λέξη "feria", που σημαίνει "ημέρα εορτής ή γιορτής". Το νόημά της έχει παραμείνει σταθερό μέσα στα χρόνια, αναφερόμενη σε κοινωνικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις.