Φωνητικό ουσιαστικό.
/fe.ro.ka.'ril/
Η λέξη "ferrocarril" αναφέρεται στο δίκτυο μεταφορών που χρησιμοποιεί σιδηροτροχιές για την κίνηση τρένων. Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα των μεταφορών και των υποδομών. Η συχνότητά της χρήσης είναι υψηλή, ειδικά στον γραπτό λόγο, καθώς συναντάται συχνά σε επίσημα έγγραφα, άρθρα και αναφορές σχετικές με το σιδηροδρομικό δίκτυο. Είναι λιγότερο κοινή στον προφορικό λόγο.
El ferrocarril conecta las principales ciudades del país.
(Ο σιδηρόδρομος συνδέει τις κύριες πόλεις της χώρας.)
Utilizamos el ferrocarril para transportar mercancías a largas distancias.
(Χρησιμοποιούμε το σιδηρόδρομο για τη μεταφορά εμπορευμάτων σε μεγάλες αποστάσεις.)
Στη γλώσσα των Ισπανών, η λέξη "ferrocarril" χρησιμοποιείται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά κυρίως αφορά στον τομέα των μεταφορών.
"Viajar en ferrocarril es más sostenible que en coche."
(Ταξιδεύοντας με σιδηρόδρομο είναι πιο βιώσιμο από το αυτοκίνητο.)
"Estar en el ferrocarril del progreso." (Να είσαι στον σιδηρόδρομο της προόδου.)
(Αναφέρεται σε κάποιον που προοδεύει και ακολουθεί την κατεύθυνση της ανάπτυξης.)
"El ferrocarril es un símbolo de modernidad."
(Ο σιδηρόδρομος είναι ένα σύμβολο της μοντερνικότητας.)
Η λέξη "ferrocarril" προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων "ferro" (σιδέρο) και "carril" (ράγες ή γραμμή). Συνδυάζει την έννοια του μετάλλου που χρησιμοποιείται για την κατασκευή σιδηροδρομικών γραμμών.
Συνώνυμα: - tren (τρένο) - línea férrea (σιδηροδρομική γραμμή)
Αντώνυμα: - carretero (οδικό σύστημα) - transporte por carretera (οδική μεταφορά)