Ρήμα / ουσιαστικό (γενικά αναφέρεται στη γονιμότητα)
/feɾ.ti.ˈli.ðað/
Η λέξη "fertilidad" αναφέρεται στην ικανότητα ενός οργανισμού να παράγει απογόνους, σχετίζεται κυρίως με τη γονιμότητα και την παραγωγικότητα, τόσο σε βιολογικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Χρησιμοποιείται συχνά στη ιατρική και την επιστήμη της αγρονομίας, και οι συχνότητες χρήσης της είναι ισοκατανεμημένες μεταξύ προφορικού και γραπτού λόγου, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί μεγαλύτερη χρήση σε ακαδημαϊκά ή επιστημονικά κείμενα.
La fertilidad de la tierra es esencial para la agricultura.
(Η γονιμότητα της γης είναι ουσιώδης για τη γεωργία.)
La fertilidad femenina ha sido un tema de investigación en medicina.
(Η γυναικεία γονιμότητα έχει υπάρξει θέμα έρευνας στην ιατρική.)
Los científicos están estudiando la fertilidad en diversas especies animales.
(Οι επιστήμονες μελετούν τη γονιμότητα σε διάφορα ζώα.)
Η λέξη "fertilidad" εμφανίζεται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα Ισπανικά, κυρίως σε πλαίσια που σχετίζονται με τη γονιμότητα και την παραγωγή.
"Tierra de gran fertilidad"
(Γη μεγάλης γονιμότητας) - Χρησιμοποιείται για να περιγράψει γη που είναι πολύ παραγωγική.
"Fertilidad del pensamiento"
(Γονιμότητα της σκέψης) - Αναφέρεται σε έναν πλούτο ιδεών και δημιουργικότητας.
"Fase de alta fertilidad"
(Φάση υψηλής γονιμότητας) - Αναφέρεται σε περίοδο κατά την οποία είναι πιο πιθανό να συμβεί σύλληψη.
"Estimular la fertilidad"
(Να ενισχύσουμε τη γονιμότητα) - Συνήθως χρησιμοποιείται σε ιατρικά ή γεωργικά συμφραζόμενα.
"Fertilidad del suelo"
(Γονιμότητα του εδάφους) - Αναφέρεται στη δυνατότητα του εδάφους να υποστηρίξει καλλιέργειες.
Η λέξη "fertilidad" προέρχεται από το λατινικό "fertilitās", το οποίο έχει σήμαινε γενναιότητα ή γονιμότητα, προερχόμενο από το "fertilis", που σημαίνει "γόνιμος".
Συνώνυμα:
- fecundidad (γονιμότητα)
- abundancia (άφθονη παραγωγή)
Αντώνυμα:
- infertilidad (στειρότητα)
- desolación (έρημος)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια πλήρη εικόνα για τη λέξη "fertilidad" και τις χρήσεις της στη γλώσσα Ισπανικά.