Fervor είναι ουσιαστικό.
/fɛrˈβoɾ/
Η λέξη fervor αναφέρεται σε μια έντονη ή παθιασμένη αίσθηση, συνήθως σε σχέση με μια δραστηριότητα ή μια πίστη. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τη ζέστη ή την ένταση των συναισθημάτων που συνοδεύουν κάτι, όπως ένας ενθουσιασμός ή μια βαθιά επιθυμία. Στη γλώσσα των Ισπανών, η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό κείμενο, αν και οι φορές που χρησιμοποιείται είναι ελαφρώς περισσότερες στο γραπτό πλαίσιο, καθώς συχνά απαντά σε πιο επίσημες ή λογοτεχνικές σκηνές.
El fervor de los aficionados se podía sentir en el estadio.
(Ο ζήλος των φιλάθλων μπορούσε να γίνει αισθητός στο γήπεδο.)
Trabajó con fervor para lograr sus objetivos.
(Δούλεψε με πάθος για να επιτύχει τους στόχους του.)
Η λέξη fervor μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα των Ισπανών:
Con fervor religioso
Αντιπροσωπεύει μια αίσθηση έντονης πίστης ή δέους που συνδέεται με θρησκευτικές πρακτικές.
(Εκφράζεται με θρησκευτικό ζήλο.)
Cantar con fervor
Αναφέρεται στο να τραγουδάς με έντονα συναισθήματα ή πάθος.
(Να τραγουδάς με πάθος.)
Hacer algo con fervor
Σημαίνει να κάνεις κάτι με μεγάλη ενθουσιώδη αφοσίωση.
(Να κάνεις κάτι με ενθουσιασμό.)
Fervor patriótico
Δηλώνει τη βαθιά αγάπη και υπερηφάνεια για τη χώρα.
(Πατριωτικός ζήλος.)
Η λέξη fervor προέρχεται από το λατινικό "fervēre", που σημαίνει "να βράζουν" ή "να καίνε", υποδεικνύοντας την έννοια της θερμότητας ή του πάθους.
Συνώνυμα: - entusiasmo - ardor - pasión
Αντώνυμα: - indiferencia - apatía - desinterés